καθαρτήριο;



Che fece ... il gran rifiuto
Κ. Π. Καβάφης, 1901

Ο Παύλος ζει στο Καθαρτήριο έτσι νομίζει. Όχι του Δάντη. Σε ένα σύγχρονο Καθαρτήριο. Δε χρειάστηκε να πεθάνει για να μπει μέσα. Τουλάχιστον δεν πέθανε βιολογικά. Γιατί ψυχικά και πνευματικά μερικές φορές νομίζει ότι έχει ήδη ναρκωθεί. Είναι καιρός που ζει με αυτή την αίσθηση.
Η πρώτη φορά που το σκέφτηκε ήτανε πριν χρόνια. Κατηφόριζε με τα πόδια την Ακαδημίας να γυρίσει απ’ τα βιβλιοπωλεία στο σπίτι του. Κατέβαινε, κατέβαινε, χωνότανε στη γούβα.
Ο αέρας πύκνωνε, τα κτίρια τον πλακώνανε, οι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν στους δρόμους γινόντουσαν πιο κακοντυμένοι και οι γυναίκες πιο χοντρές και πλαδαρές. Αντί για τσάντες δερμάτινες κρατούσανε πλαστικές σακούλες του σουπερ μάρκετ, αντί για τακούνια, κάτι ίσια πλαστικά παπούτσια. Και τα μαλλιά τους αχτένιστα ή κακοβαμμένα με δυο και τρία χρώματα μαζί. Άλλο στη ρίζα άλλο στη μέση και άλλο στις άκρες, που κρεμόντουσαν αδύνατες λεπτές με ψαλίδα ή σαν ξασμένες. Τουλάχιστον να φορούσανε μαντήλια ή σκουφιά. Να ντυνόντουσαν με φόρμες ή ποδιές ομοιόμορφες.

Και απόψε έτσι κατηφόριζε την Πανεπιστημίου με την ίδια αίσθηση του Καθαρτήριου. Κι όμως ήτανε Αύγουστος, ο ήλιος είχε χαθεί πίσω από το Αιγάλεω και τα λιγοστά άσπρα σύννεφα παίρνανε τα χρώματα της Δύσης: πορτοκαλί, ροζ, μωβ, γκρίζο και άλλα ενδιάμεσα, να απορεί κανείς πώς στέκεται τόση ομορφιά πάνω από το μπετόν και τη μιζέρια.
Χαζεύοντας τα χρώματα με τα μάτια στον ουρανό και όχι στους δρόμους, κατηφόρισε ως το παρκάκι, πάνω από το σταθμό Λαρίσης. Αμυδρή η μυρωδιά των γιασεμιών δεν έφτανε να σκεπάσει την ξυνίλα του κάτουρου. Τα σκυλιά με τη μύτη στο γκαζόν. Εκείνα εκτιμούν αλλιώς τις οσμές.
Κάθισε στην καφετέρια και παράγγειλε μπύρα. Απέναντί του, πέρα από τη λεωφόρο, η ψηλή γέφυρα που έπαιζε στις ασπρόμαυρες ταινίες του Φίνου - πιο πίσω βρίσκεται και το στούντιο Φίνου, ανακαινισμένο και θεόκλειστο, βορά σε ανεύθυνα γκράφιτι ανόητων νεαρών. Παλιότερα, όπως έχει ακούσει τους γείτονές του να λένε, εδώ υπήρχε χωματόδρομος, παίζανε τα παιδιά και χωριζόντουσαν σε ομάδες. Το βουναλάκι αυτό ήτανε χώμα. Περνούσε η υδροφόρα να καταβρέξει. Τα παιδιά τρέχανε και κυλιόντουσαν στα χώματα. Οι μανάδες τους δεν είχανε πλυντήρια, διαθέτανε όμως υπηρέτριες – ναι, καλέ κυρία – τις έσωσε ο Ψαθάς και ο Φίνος, ακόμη διαθέτανε και πλύστρες και το πλύσιμο το κάνανε μια φορά τη βδομάδα, όχι στο ποτάμι βέβαια, αλλά στο πλυσταριό με τα χτισμένα καζάνια και τη φωτιά...
Πίνει τη μπύρα του ο Παύλος και τα σκέφτεται όλα αυτά και άλλα ακόμη. Του αρέσει να κάθεται εδώ και να κοιτάει το δρόμο που είναι σε διαρκή κίνηση. Να βλέπει τους επιβάτες που μπαινοβγαίνουνε στο υπόγειο του μετρό, αλλά και τους άλλους τους ταξιδιώτες που έρχονται με τα σακίδια και τις βαλίτσες να ταξιδέψουν για κάπου. Κάποιοι είναι φοιτητές και φοιτήτριες, που δεν έχουν δικό τους αμάξι. Μπορεί να πηγαίνουν στο πατρικό τους. Μέσα στα σακίδια θα έχουνε άπλυτα ρούχα και άδεια τάπερ. Γυρνώντας, τα ρούχα θα είναι σιδερωμένα και τα τάπερ γεμάτα με μαγειρευμένα φαγητά. Σουτζουκάκια, μπιφτέκια, γίγαντες, φρέσκα φασολάκια, ντολμαδάκια…
Υπήρξε κι αυτός φοιτητής. Μόνο που έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Θυμάται τη γοητεία του ωραίου κτηρίου που στέγαζε τα τρένα της Πελοποννήσου, με την κάπως στρογγυλεμένη σκεπή, το ρολόι, τα απαλά χρώματα των τοίχων και τη γέφυρα που δέσποζε... Οι άνθρωποι πάντοτε πολλοί, πιο αδύνατοι τότε, πιο κακοντυμένοι. Μερικές γυναίκες φορούσαν μαύρα και μαντήλες – χήρες από τους τόσους πολέμους της χώρας. Τέτοιες δεν υπάρχουν πια, τη θέση τους όμως την έχουν πάρει οι φυλές των ξένων. Στην αρχή - πριν καμιά εικοσαριά χρόνια - όταν ο Χότζας κατέρρευσε και οι Αλβανοί περνούσανε τα σύνορα κυνηγημένοι, τότε είχε δει ξανά μαντηλοφορεμένες γυναίκες, αδύνατους και κακοταϊσμένους ανθρώπους. Εκείνοι οι ξένοι προλάβανε όμως και ταιριάξανε πια με τους ντόπιους. Αγοράσανε τα ρετιρέ πιο πάνω, μάθανε ελληνικά στα παιδιά τους, παντρευτήκανε με Έλληνες. Δεν τους ξεχωρίζεις τώρα. Τώρα που γεμίσανε οι δρόμοι αλλιώτικους ξένους, άλλης φυλής, άλλης θρησκείας, άλλων συνηθειών, που βρωμίσανε οι δρόμοι από τους ανθρώπους.
Μένουνε άπλυτοι, πού να πλυθούν; Κατουράνε στους δρόμους, όχι σαν τα σκυλιά για να αφήσουν τη μυρωδιά τους, αλλά από ανάγκη. Κυριεύσανε τους δρόμους, η άσφαλτος μυρμήγκιασε. Καταλάβανε τα παρκάκια. Πριν λίγες μέρες κοιμόντουσαν κι εδώ στο γρασίδι.
Είμαστε η πύλη της Ευρώπης. Μας πληρώνουν για να τους κρατάμε εδώ. Να μην πλημμυρίσουν τις ιστορικές πρωτεύουσες του πολιτισμού.
Οι πεινασμένοι, οι απόκληροι, οι απελπισμένοι.
Πίνει τη μπύρα του ο Παύλος και νιώθει σα να ρίχτηκε μέσα στην ιστορία. Σε μια ιστορική στιγμή, όπου ο κόσμος αλλάζει. Πώς θα περιγράφουν αργότερα οι ιστορικοί την εποχή του; ποιες μαρτυρίες θα σωθούνε; Τούτη εδώ η γειτονιά πώς θα εξελιχθεί;
Αισθάνεται τις δυνάμεις του κόσμου με ένα τρόπο εντός του. Μετά την πτώση του Υπαρκτού, η Κίνα ανέρχεται και το φαινόμενο της Παγκοσμιοποίησης δημιουργεί συνέπειες. Πιέσεις, εντάσεις, συγκρούσεις, αντιπαλότητες, συμφωνίες, και κάθε είδους ωσμώσεις. Δυνάμεις φυσικές – αδράνεια, ταλάντωση κλπ. – δυνάμεις κοινωνικές, οικονομικές, ατομικές, ψυχολογικές...
Ένας κόσμος που διαστέλλεται και συστέλλεται.
Είναι μέσα στον κόσμο αυτό. Μια άκρη του τον αγγίζει αηδιαστικά. Κάποιοι κλέβουν στο δρόμο, άλλοι κοιμούνται στα παγκάκια και στο τσιμέντο, άλλοι τρυπιόνται κατά ομάδες στα υπόστεγα, άλλοι γίνονται βαποράκια – ποιος ξέρει για ποιους λόγους ο καθένας; Νεαρές γυναίκες και μικρά κορίτσια βάφουν τα μάτια τους και ψωνίζονται από το πρωί στα στενά δρομάκια. Δρομάκια που βρωμάνε κάτουρο, κι εκτός απ’ τις γυναίκες βλέπει τις πεταμένες σύριγγες των ναρκομανών.
Να φύγει. Να γυρίσει στον καθαρό ουρανό. Στους άδειους δρόμους και στις ασπρισμένες αυλές.
Δε θα υπάρχει όμως τούτη η εξαθλίωση; Δε θα αλέθεται η ανθρώπινη ζωή στη βρωμιά και στο κάτουρο;
Να γυρίσει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε. Να φύγει. Να εγκαταλείψει όπως τα ποντίκια το καράβι που βουλιάζει. Να αφήσει τους δρόμους για τις πουτάνες και τους τελειωμένους της ηρωίνης. Να δώσει το σπίτι ή να το αφήσει κλειστό, να ρημάξει, να γεμίσει ποντίκια που θα ροκανίσουν τις πόρτες και τα έπιπλα. Να μη βλέπει τους άστεγους που πίνουν απ’ το μπουκάλι κι ύστερα πέφτουνε για ύπνο βρεγμένοι και κατουρημένοι όπου βρουν. Να αφήσει τις πόρνες που ψωνίζονται για 15 ευρώ, (ή μήπως πέντε;) και μέσα στη νύχτα τον «παίρνουν» στις γωνίες. Να μη βλέπει τους ναρκομανείς που τρυπιούνται ακόμη και ψηλά στα μπούτια οι γυναίκες - ανάμεσα στα σκέλια, κοντά στο αιδοίο τους, ίσως και μέσα σ’ αυτό, δεν άντεξε να δει την εικόνα, 11 η ώρα το βράδυ στην είσοδο παλιάς όμορφης πολυκατοικίας Αβέρωφ και Αριστοτέλους.

Σηκώθηκε.
Τέντωσε τα χέρια του και κούνησε τα πόδια του, είχε πιαστεί να κάθεται στην ίδια θέση, και φώναξε το παιδί να πληρώσει τις μπύρες. Ακόμη πιο ακριβές του φανήκανε αυτή τη φορά, κάτι ψιλά έπιασε στην τσέπη του και ένα δεκάρικο χάρτινο όλο κι όλο.  
Θα έρθουνε άλλοι ιδιοκτήτες, συνέχισε τις σκέψεις του περπατώντας στο πεζοδρόμιο τώρα, άλλες φυλές ίσως. Τόσοι και τόσοι μήπως δεν ανακατώθηκαν με τους ντόπιους. Θα γκρεμιστούνε τα σπίτια, και στα ερείπια και θα γίνουν οι καινούριες πόλεις. Μπορεί η Αθήνα να καταντήσει και πάλι χωριό.

Περπατάει στο πεζοδρόμιο όπου είναι τώρα σκοτεινά, ακόμη να ανάψουν οι λάμπες του Δήμου, και νιώθει το κορμί του να ανατριχιάζει. Πριν πολλά χρόνια είχε διαβάσει το έργο του Δάντη και φαντάστηκε την περιοχή του σαν Καθαρτήριο, τώρα όμως καταλαβαίνει ότι μάλλον βρίσκεται στην Κόλαση. Τριγύρω οι κολασμένοι χωρίς ελπίδα σωτηρίας.
Κάνει να αλλάξει πεζοδρόμιο, να αποφύγει την άσκημη μυρωδιά που του τρυπάει τη μύτη – δε βρέχει κιόλας να καθαρίσει ο τόπος, δεν πέφτει νερό από πουθενά, ήπιαμε τον Μόρνο, και τώρα στραγγίζουμε και την Υλίκη – και του έρχεται η κατραπακιά.
 Δεν τους είχε δει που τον πλησιάσανε από πίσω σιγά-σιγά. Στο σκοτεινό σημείο της διαδρομής. Μόνο τους ένιωσε χεροδύναμους και ταχύτατους. Η λαβή τους αλύπητη. Ή μήπως απελπισμένη; Πρόλαβε να σκεφτεί την απελπισία αλλά και να δαγκώσει το δάχτυλο του ενός. Βρωμερό και σιχαμένο, αλλά το αίμα την ίδια γεύση. Όπως όταν παιδί χτυπούσε και έγλειφε σαν το σκυλί την πληγή του – βάλτου σάλιο παιδάκι μου να γιάνει. Μεγάλος πια έμαθε ότι ο σάλιο έχει αντισηπτικές ιδιότητες, αλλά η γιαγιά ήξερε το γιατρικό από τη γιαγιά της.
Αργότερα, όταν έφτασε σπίτι, παραπατώντας χωρίς να συναντήσει ψυχή – όλοι τρομαγμένοι και χωμένοι στις τρύπες τους – έπλυνε καλά- καλά το στόμα του, να φύγει η γεύση από το αίμα, η οικεία και σιχαμένη, πολύ σιχαμένη. Ύστερα τηλεφώνησε στην αστυνομία.
--Ελάτε να κάνετε μήνυση, κατ’ αγνώστων.
Κατέβηκε μηχανικά πάλι στην είσοδο της πολυκατοικίας. Εκεί όμως σταμάτησε. Δεν ήθελε να διανύσει την απόσταση με τα πόδια. Μια απόσταση 500 μέτρα ως το αστυνομικό τμήμα σα να είναι εμπόλεμη ζώνη. Σα να είναι λιβάδι με νάρκες. Σα να φλέγεται και πρέπει να διασχίσει τις φλόγες. Αν είχε ένα μεγάλο σκύλο, αν κρατούσε περίστροφο, ή ένα άλλο όπλο αποτελεσματικό. Μια ομπρέλα προστασίας, σαν αυτές που απαγορεύτηκαν... Νιώθει ανήμπορος. Δε μπορεί να βγει από την εξώπορτα. Φοβάται και αηδιάζει. Τη δύναμη που τον ακινητοποίησε πριν λίγο δε μπορεί να την αντιμετωπίσει μονάχος. Δεν ξέρει καράτε ούτε άλλη πολεμική τέχνη. Γύμνασε το πνεύμα του όσο μπόρεσε. Όχι το κορμί. Ετοιμάστηκε από μικρό παιδί για την ειρήνη και τώρα του προέκυψε πόλεμος.
 Έξω από την πόρτα του βρίσκεται ο πόλεμος. Αυτοί, εκτός από απελπισμένοι – είναι όμως πράγματι απελπισμένοι; - είναι και έξυπνοι. Έχουνε γνώση και πολλά εργαλεία. Αυτό επαγγέλλονται. Παραμονεύουνε βάσει σχεδίου. Έχουν μελετήσει τα κατατόπια. Τις σκοτεινές γωνιές, τις αφύλαχτες διαβάσεις. Γνωρίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Διακρίνουν την αφηρημάδα, την απροσεξία, την κούραση. Εκτιμούν τις καταστάσεις προτού επιτεθούν. Ρισκάρουν αλλά στα σίγουρα. Δε μπορεί να τους παραβγεί.
Αλλά και ποιος μπορεί; Μήπως η αστυνομία;
Ανεβαίνει πάλι στο διαμέρισμα και κλειδώνει την πόρτα.
Δεν είναι στο Καθαρτήριο. Όχι. Δεν είναι ούτε στην Κόλαση. Τώρα ξέρει πού βρίσκεται. Μαζί με όσους δειλιάσανε να πούνε το μεγάλο όχι γυροφέρνει στις παρυφές της Κολάσεως. Δειλός κι αυτός χωρίς ανάστημα, υπηρέτης πειθήνιος ενός συστήματος χωρίς αρχή και τέλος.  
Κάθεται στον υπολογιστή και ανοίγει το ίντερνετ. Σε κάποιο φόρουμ μπορεί να μιλήσει. Καθισμένος στην καρέκλα, με κλειδωμένη την πόρτα θα πει για την κατάσταση που βιώνουν εκεί έξω. Αυτό μπορεί να το κάνει.

Δημοσιευμένο πρώτη φορά στο: 

Μανδραγόρας, τχ 45, Δεκέμβριος 2011, περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων: Ελένη Γούλα, όταν περάσει η εποχή των ταξιδιών ... και έρθει ο καιρός των δέντρων, Μανδραγόρας, 2015

Σχόλια

  1. Με λόγο που ρέει,η συγραφέας γλιστράει ανάμεσα στις συμπλιγάδες πέτρες της έθραυστης κοινωνικής συνοχής. Σκληρές καθημερινές εικόνες μιας κοινωνίας αμήχανης και ανήμπορης, ώσπου να δεχτεί τη μία αλλαγή έρχεται η άλλη Η Ελένη Γούλα είναι μια ταλαντούχος λογοτέχνης που έχει να δώσει πολλά

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο