περί σχημάτων και στεγανών





Τα έψαχνε από μικρή. Της αρέσανε. Και από νωρίς το κατάλαβε ότι και οι δάσκαλοι αγαπούσαν να φτιάχνουνε σχήματα και να κλείνουνε τα πράγματα σε κουτάκια. Άνοιγε λοιπόν τ’ αυτιά της και περίμενε. Αυτιά και μάτια ορθάνοιχτα. Έσπρωχνε να χώσει στο καινούριο κουτί το χτυπημένο της γόνατο, την πληγή που έτρεχε στο κούτελο, τον καυγά με την Πηνελόπη, τις κουτσουλιές της μικρής της κοτούλας – μα σου είπα μη μου λερώσεις το καινούριο μου φόρεμα! Ακόμη και τις άσχημες λέξεις, αυτές που της ερχόντουσαν ορμητικά μέχρι τα σφιγμένα της δόντια (γαμώτο, στο διάβολο, στο διάβολο, σατανάς! Και τέτοια που δεν έπρεπε να τα ξεστομίζει γιατί θα πήγαινε στην Κόλαση, στην Κόλαση να καίγεται στον αιώνα τον άπαντα) τα πίεζε να πάρουν το σχήμα του κουτιού. Κάπως όλα αυτά τα παράξενα και ανεξήγητα και καινούρια, προσπαθούσε να τα χωρέσει κάπου, να τα εξηγήσει, να τα αριθμήσει με νούμερα και γραμμές. Κόκκινες, πράσινες, μπλε, καφέ, κίτρινες, μωβ… δε μπορεί κάπου έπρεπε να ταιριάξουν.

Μετά όμως, ήταν και τα χιλιάδες καινούρια πράγματα που διάβαζε στα βιβλία. Στην αρχή, στη μέση, στο βάθος, από πίσω απ’ τις γραμμές, μόνο να τα υποψιαστεί και την αναστατώνανε. Ακόμη και τα εύκολα βιβλία, τα βίπερ «Νόρα» με τους όμορφους άντρες και τις εύθραυστες υπάρξεις, κι αυτά την κάνανε να ανατριχιάζει και δεν ήξερε τι πράγμα είναι το ανατρίχιασμα, ένα μυρμήγκιασμα στο κορμί και κάτω από τα ρούχα και πίσω από το μυαλό της ακόμη ψηλά και χαμηλά, και στη μέση, κυρίως εκεί που φυτρώνανε τρίχες, τρίχες.

Αλλά κι άλλα άγνωστα περίεργα και βασανιστικά τα υποψιαζότανε από κάτι βιβλία χοντρά και παράξενα: Πύργοι και Δίκες, Μεγάλες Προσδοκίες και Γαβράδες και μετά κείνη η μαγική βροχή που έπεφτε, έπεφτε σαράντα ημέρες και όταν βγήκε από το σπίτι – το σπίτι της ηλιόλουστο και προσηλιακό – και τη χτύπησε ο ήλιος στο πρόσωπο, σα να ξύπνησε ξαφνικά από κάτι, που αυτό κι αν δεν έμπαινε πια σε σχήματα και κουτιά.

Κι άλλα πολλά που δε χωρούσανε και αυτή δεν το παραδεχόταν και όλο έψαχνε καινούρια κουτιά και τρύπες και μπαλόνια έστω στρογγυλά να τα βάλει να τα τακτοποιήσει, να πάρουν επιτέλους μια φόρμα να ησυχάσει που τη γυροφέρνανε πια σκόνες και τζάμια σπασμένα από κάθε φορά τις προηγούμενες κατασκευές, που όλο σπάζανε και διαλυόντουσαν, και ερείπια και μαντάρα το σχήμα και το οικοδόμημα, το όλον.

Μια ζωή να ψάχνει σχήματα και φόρμες και κουτάκια. Αυτή, η γυναίκα.

Και μόλις χτες, ναι σε κείνη τη μάζωξη τη λυπημένη, την άκουσε επιτέλους καθαρά τη λέξη, τον όρο που σαν τη μπίλια την παιδική, ήρθε και διέλυσε τα παραταγμένα της βολάκια. Μπαμ! Γάργαρος ήχος οι μικροί γυάλινοι βόλοι της παιδικής ηλικίας. Τα αγόρια τους παίζανε κυρίως. Αυτά, τα κορίτσια, με κούκλες και κουμπάρες (μωρ κουμπάρα δεν τρώει τούτο το παιδί μου, όπως ακούγανε τις μανάδες και τις γιαγιάδες, τα σχήματα και οι φόρμες). Σκορπίσανε οι βόλοι στο χώμα το καθαρισμένο, το ισιωμένο για να κυλάνε ωραία στρωτά.

–Υπάρχουν στεγανά! Δε μπορείς να τα περάσεις! Είναι κουτιά που στέκονται ανεβαίνουν, κατεβαίνουν και τα βλέπεις, δε γίνεται να μην τα δεις! Υπάρχουν στεγανά!

Δεν είπε όρια. Αυτό, αν έλεγε δηλαδή για τα δικά του όρια, τα στεγανά των αρχών του, θα το δεχόταν και θα επικροτούσε. Έτσι, όμως, όπως περιέγραφε την απόλυτη πεποίθησή του, με τη χαμηλωμένη φωνή λόγω της περίστασης, και κουνούσε τα χέρια του τα αντρικά με ένταση, λες και άνοιξε το μυαλό της ξαφνικά. Να γιατί την είχε καταστρέψει, λοιπόν, αυτός τη ζωή του. Να γιατί δε μπορούσε να τη φέρει σε λογαριασμό. Τα στεγανά του, οι φόρμες του οι προκατασκευασμένες τον εμποδίζαν φριχτά!

Σςςςς… του είπε μόνο κι ύστερα έσκυψε το κεφάλι να τα αφουγκραστεί τα καινούρια ερείπια που πέφτανε  με κρότο.

Άνοιξε ο τόπος, έφεξε το στενό. Απλώθηκε ο αέρας, σφύριξε και καθάρισε τη σκόνη από τα πεσμένα υλικά. Την κόβανε τα μάτια της, είπε θα στραβωθεί.

Όμως να τώρα, που πέρασε η πρώτη βροχή του φθινοπώρου, μύρισε ο τόπος και ησύχασε ο κουρνιαχτός, μπορεί να κοιτάξει ως πέρα μακριά. Πέρα από τα σπίτια και τα δέντρα και τους λόφους. Σχήματα οι λόφοι, τα δέντρα τα σπίτια. Πέρα από αυτά. Πάνω και πέρα. Το απέραντο θαυμάσιο γεμάτο άδειο του χώρου και της ζωής.

Ανασαίνει το στήθος της, γεμίζει αέρα και μυρωδιές. Αυτές οι μυρωδιές της βροχής και της ζωής. Χωρίς σχήμα, χωρίς κουτιά, χωρίς από πριν δοσμένες μορφές! Το υπέροχο θαυμάσιο ανεξερεύνητο σύμπαν! Φτου ξελευτερία!
  
Ελένη Γ.

Δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του περιοδικού για την Τέχνη και τη Ζωή, Μανδραγόρας

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο