αγαπητέ μου αδελφέ

Το ανέσυρα στο τελευταίο ξεσήκωμα, πλησιάζοντας τα Χριστούγεννα. Ξεχείλιζε πια το σπίτι από το χαρτομάνι, πήρα να ξεσκαρτάρω, να κρατήσω, να φυλάξω, ξέθαψα και τα κουτιά του πατέρα. Πρώτα το παλιό τεφτέρι που έγραφε τα κιλά τις ελιές, τα σακιά τα λιπάσματα, την τιμή της σταφίδας, την τιμή του λαδιού και όλα όσα ακόμη και στην εποχή των Μυκηναίων βρήκαμε να σημειώνουν. Οι λίστες των ανθρώπων. Πίσω από τις λίστες ήτανε και το σφιχτοδεμένο κουτί. Γυρισμένος ο σπάγκος πολλές φορές, κόμποι και θηλειές. Ένα χαρτονένιο κουτί με ξεθωριασμένα χρώματα, ρηχό ορθογώνιο – κάποιο πουκάμισο θα είχε άλλοτε μέσα, όλο πουκάμισα φέρνανε στον πάτερα οι συγγενείς. Πουκάμισα και πουλόβερ ή ζιλέ για τη γιορτή των Χριστουγέννων. Αγαπητέ μου αδελφέ, Σου γράφω απόψε γιατί αύριο πλέον δεν θα είμαι στο έδαφος της πατρίδος…