Για καφέ στην Κυψέλη

Το είχε πάνω στο μάτι και περίμενε να βράσει. Ένα παράξενο σκεύος σαν μικρό ορθογώνιο τσαγερό. Πρέπει να βράσει καλά, έλεγε και ξαναέλεγε. Πρέπει να γίνει χοντρός ο καφές. Στο μεταξύ μάς έδειχνε. Κοίτα. Απ’ το μικρό της ράφι κατέβασε μια γυαλίτσα με κόκκους - γκριζωποί μου φάνηκαν. Αυτός είναι ο καφές. Και, κοίτα, εδώ τον καβουρντίζουμε, ένα μικρό τηγανάκι κρατούσε, και μετά, έτσι, κοίτα, κουνούσε τα χέρια της. Τον κοπανάτε; Ναι, κοπανάμε! Έδειχνε με τα χέρια της τη διαδικασία. Δε θυμόταν όλες τις λέξεις, ανακάτευε και μερικά αγγλικά και άλλους ακατανόητους ήχους. Όμως καταλαβαίναμε. Το νόημα και το πάθος. Προτού μας σερβίρει – παραπονιόταν που είμαστε βιαστικές και δεν περιμέναμε να γίνει χοντρός ο καφές, – έφερε στο σαλόνι το λιβανιστήρι. Άναψε το καρβουνάκι, κάηκε το λιβάνι, μοσχομύρισε το δωμάτιο. Στον τοίχο είχε φωτογραφίες με τα παιδιά της. Όμορφα παιδιά κι εκείνη με πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες αλλά πανέμορφη. Φορούσε κόκκινο παντελόνι και μας μιλούσε συνεχώς για τη χώρα της. Οι π...