Η τάξη του ‘60

 

Ο δάσκαλος ήρθε στα μέρη μας τον καιρό που το λάδι είχε πενήντα δραχμές το κιλό. Εκατό παιδιά στο σχολειό και κείνος μοναχός του. Μας μάζευε όλα σε μια ετοιμόρροπη αίθουσα. Μας κοίταζε καλά στα μάτια και έπιανε πρώτα τους μικρούς. Έναν- έναν. Κρατούσε το χεράκι σταθερά και το οδηγούσε. Πολλές φορές, αν ήτανε δύσκολο το γράμμα, μπορεί να έτρωγε σ’ αυτό περισσότερη ώρα. Έπρεπε όλοι να το μάθουμε. Ύστερα έπιανε τους μεγαλύτερους. Εγώ ήμουν έξυπνος. Μέχρι να τελειώσουν οι άλλοι τη σειρά, είχα γράψει μια σελίδα. Έπειτα έστηνα αυτί και άκουγα την ιστορία του Οδυσσέα, τους πολέμους των Ελλήνων και την επανάσταση του Εικοσιένα.

Όταν τέλειωσε η χρονιά, ο δάσκαλος μας έδωσε να μάθουμε ποιήματα. Μερικοί θα παίζανε θέατρο, ενώ οι πιο καλλίφωνοι θα τραγουδούσανε κιόλας. Μαζευτήκαμε στο προαύλιο της εκκλησίας. Κάναμε προσευχή και ένας -ένας, όλα τα παιδιά, και τα εκατό, είπαμε ό,τι είχαμε μάθει. Στο τέλος πήρε το λόγο ο δάσκαλος. Δε θυμάμαι τώρα τι είπε. Μόνο τα μάτια του πατέρα θυμάμαι. Στεκότανε βουρκωμένος κάτω από τη μεγάλη βελανιδιά και μου έσφιγγε το κεφάλι. Η γιαγιά σταύρωνε τα χέρια της και μουρμούριζε. «Ο Θεός να τον έχει καλά».

Ο Θεός πρέπει να ευλόγησε το δάσκαλο. Αλλά μαζί μ’ αυτόν ευλόγησε κι εμάς. Ήρθε και την άλλη χρονιά. Και την άλλη, και την άλλη. Έξι χρονιές. Μέχρι εγώ να τελειώσω το Δημοτικό.

Κάθε βράδυ, όλα τα χρόνια έκανε μάθημα και στους μεγάλους. Μάζευε τους γέρους, τις γριές και τις γυναίκες, που ήτανε οι μανάδες μας. Άναβε τη λάμπα του και άρχιζε να ζωγραφίζει τα γράμματα. Πρώτα τα απλά. Ύστερα τα περίπλοκα. Μετά έγραφε τις συλλαβές και τέλος τις λέξεις. Οι μεγάλοι μαθαίνανε δυσκολότερα από τους μικρούς, αλλά ο δάσκαλος είχε υπομονή. Κρατούσε τα ροζιασμένα χέρια σταθερά και τα οδηγούσε. Πολλές φορές χρειαζότανε να ενθαρρύνει τους κουρασμένους. Τότε ο δάσκαλος δεν έγραφε στον πίνακα, ούτε έδινε παρακάτω μάθημα. Έκλεινε μόνο το βιβλίο του και ακουμπούσε τα χέρια πάνω στο τραπέζι που είχε για έδρα. Τους κοιτούσε όλους καλά, χωρίς να βιάζεται, και άρχιζε τις ιστορίες. Έλεγε απίθανες ιστορίες. Για τους τεμπέληδες χωρικούς, την ακατάδεχτη γριά, το γενναίο Αλέξανδρο και άλλους καθημερινούς συνηθισμένους ήρωες. Κανείς δε σηκώθηκε ποτέ να του πει ότι λέει παραμύθια. Κάθονταν σιωπηλοί γέροι και γριές ή μεσόκοπες γυναίκες και ρουφάγανε τις αλήθειες του δασκάλου. Μπορεί το ίδιο να είχανε πει κι εκείνοι μόλις πριν λίγες ώρες στο εγγόνι τους για να το πάρει ο ύπνος, αλλά αυτό δεν είχε σημασία τώρα που το ακούγανε από το δάσκαλο, μπορούσανε να καταλάβουνε ότι το παραμύθι λέει την αλήθεια.

 

Την τρίτη χρονιά αποφάσισε να οργανώσει δανειστική βιβλιοθήκη. Ανάθεσε σε μας τους μικρούς να βρούμε και να φέρουμε όλα τα βιβλία του χωριού στο σχολείο. Κάποιοι από τους μεγαλύτερους αναλάβανε να τα καταγράψουνε. Σ’ όλο το χωριό, υπήρχανε δέκα λογοτεχνικά βιβλία, μια εγκυκλοπαίδεια του «Ήλιου» σε τεύχη, που την είχε ο δεξιός ψάλτης, μερικοί βίοι Αγίων και κάμποσα αντίτυπα της «Αγίας Επιστολής».

Έπεσε σε συλλογή ο δάσκαλος. Μάζεψε τους μεγάλους στο σχολείο – εγώ πήγα μαζί με τον πατέρα – και έγραψε με καθαρά γράμματα στον πίνακα το πρόβλημα που αντιμετώπιζε το χωριό. Ύστερα τους ζήτησε να σκεφτούνε και να κάνουνε προτάσεις. Οι μεγάλοι δεν ξέρανε, ούτε καταλαβαίνανε τι ανάγκη τα είχανε τα βιβλία που ζητούσε ο δάσκαλος.

Βέβαια, ήταν ακόμα η εποχή της ανέχειας. Οι άντρες φεύγανε από τη χώρα και γυρεύανε την τύχη τους αλλού. Ζούσανε σκληρά σε ξένους τόπους, για να ανασάνει η οικογένεια, για να παντρευτούνε τα κορίτσια. Πώς να χωρέσει το απαίδευτο μυαλό των χωρικών, εκείνο που ο δάσκαλος γύρευε να βάλει;  

Ήτανε τότε ο μπάρμπα- Βασίλης που πήρε το μέρος του δασκάλου. Χωρίς να μιλήσει καθόλου, έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε μια δραχμή. Μεγάλο ποσόν. Εγώ μέχρι τότε, και ήμουνα εννιά χρονών, δεν είχα ποτέ μου μια ολόκληρη δραχμή δική μου. Προχώρησε μέχρι την έδρα και την ακούμπησε σιωπηλός μπροστά στο δάσκαλο.  Στάθηκε λίγο ακόμα, ύστερα σα να το πήρε απόφαση, κοίταξε τους άλλους και είπε σιγανά.

--Εμένα πέρασε ο καιρός μου. Δε μπόρεσα να σπουδάσω, ας σπουδάσουνε τα παιδιά μου.

Μετά απ’ αυτόν, σηκωθήκανε κι άλλοι δυο τρεις, που από φιλότιμο, αφήσανε ο ένας μια δραχμή, ο άλλος ένα πενηνταράκι και η θεια Μαριώ κάτι δεκάρες. Κοίταξε ο δάσκαλος τα χρήματα και κάτι σαν παράπονο τον πήρε. Ακόμα θυμάμαι τα βουρκωμένα του μάτια. Δε μίλησε όμως. Μόνο σήκωσε λίγο τις παλάμες του σαν για να τις υψώσει στον ουρανό, ελάχιστα όμως μια ιδέα, και κάτι ψιθύρισε με τα χείλια χωρίς να ακουστεί. Ύστερα είπε σε όσους στέκονταν μαζεμένοι στην αίθουσα του σχολείου.

--Να με συγχωρείτε που σας έφερα σε δύσκολη θέση. Σας ευχαριστώ πάντως που με ακούσατε.

Δεν είχα καταλάβει καλά, νομίζω, όσα γίνανε εκείνο το βράδυ. Και τον πατέρα που ρώτησα, κούνησε το κεφάλι και δεν είπε τίποτα.

Πέρασε καιρός, ο δάσκαλος δεν ξανάκανε λόγο για τη δανειστική βιβλιοθήκη, επέστρεψε και τα βιβλία στους ιδιοκτήτες τους.

Ήρθαν οι Χριστουγεννιάτικες διακοπές, μας χαιρέτησε και πήρε το λεωφορείο. Έφυγε για την Αθήνα.

Εμείς λίγα ξέραμε τότε για την Αθήνα. Γι αυτό και παραξενευτήκαμε που ο δάσκαλος θα πήγαινε εκεί και όχι στο χωριό του, που ήτανε μακριά πολύ, στα σύνορα με την Αλβανία. Εμείς τα παιδιά κουβεντιάζαμε κρυφά από τους μεγάλους και σκεφτήκαμε ότι ο άνθρωπος είχε στενοχωρηθεί με το ζήτημα της βιβλιοθήκης και πως πήγε στην κυβέρνηση να διαμαρτυρηθεί. Το λέγαμε για σίγουρο μάλιστα, ότι ο δάσκαλος δε θα ξανάρθει σ’ ένα χωριό, που δεν αγαπάει τα βιβλία και δεν ξέρει κιόλας σε τι αυτά χρησιμεύουν. Όλοι εμείς οι εκατό μαθητές, είμαστε πολύ απελπισμένοι. Σκεφτήκαμε λοιπόν τ’ Αγιοβασιλιού, που γινότανε το πανηγύρι του χωριού, να κάνουμε κάποια κίνηση για να μαζέψουμε λεφτά μήπως και μ’ αυτά μπορέσουμε να φτιάξουμε μόνοι μας μια δανειστική βιβλιοθήκη. Πήγαμε μια αντιπροσωπία στον παπά.      

--Να τραγουδήσετε!

Κείνα τα χρόνια σε κάθε πανηγύρι φέρνανε όργανα. Ερχόντουσαν τραγουδιστές και χορεύτριες και το γλέντι κρατούσε δυο μέρες. την παραμονή και ανήμερα.

--Πριν αρχίσει το πρόγραμμα, θα τραγουδήσετε! 

Περιμέναμε κλεισμένοι στην κουζινούλα του καφενείου, ένα παραβάν έκρυβε το νεροχύτη από τη σάλα. Εμείς θα είμαστε η έκπληξη για όσους θα ερχόντουσαν να διασκεδάσουνε.

Τραγουδήσαμε εκείνο το βράδυ, αλλά πήγαμε και το άλλο. Στο φως της λάμπας, αργά μετά τη γιορτή, μετρήσαμε τα κέρματα. Είμαστε στο δωμάτιο που κοιμόμουνα, από το φεγγίτη βλέπαμε τ’ αστέρια. ήταν η βραδιά ξάστερη. Θυμάμαι ότι κοίταξα τ’ αστέρια πριν φωνάξω ενθουσιασμένος.

--Εκατόν δέκα πέντε δραχμές!

Μια μέρα πριν τελειώσουν οι διακοπές, το πρωί που καθόμουνα στο πεζουλάκι της θεια-Κώσταινας, ξύπνιος από τα άγρια χαράματα, έτσι ξυπνάγαμε στις διακοπές όλα τα παιδιά, είδα το δάσκαλο να κατεβαίνει από το λεωφορείο και τον εισπράκτορα να βγάζει από το πορτ μπαγκάζ δυο μεγάλες κούτες. Χωρίς να ρωτήσω τίποτα, άρχισα να χοροπηδάω εκεί μπροστά φωνάζοντας.

--Ζήτω! Ήρθε ο δάσκαλός μας κι έφερε και βιβλία! Ζήτω! Ήρθε ο δάσκαλός μας κι έφερε και βιβλία!!!

Όταν όμως είδα ότι όσοι ήτανε κει γύρω κοιτάζανε μια τις κούτες, μια το δάσκαλο, μια εμένα, και ο δάσκαλος χαμογελούσε, καταντράπηκα κι έφυγα τρέχοντας. Μπήκα στη μικρή καμαρούλα που κοιμόμουνα κι έκατσα στο κρεβάτι μου. το αχυρένιο στρώμα έτριξε από  το βάρος μου. «Θα τα διαβάσω όλα τα βιβλία και ύστερα, όταν τελειώσω το Δημοτικό θα φύγω από το χωριό για να σπουδάσω. Θα γίνω κι εγώ δάσκαλος». Έδωσα την υπόσχεση στον ουρανό και την κράτησα κατά γράμμα.

Εκτός από κείνες τις κούτες, ο δάσκαλος έφερε κι άλλες. Όσα λεφτά μπορούσε να οικονομήσει, πολύ μικρά ποσά, αφού οι εποχές ήτανε δύσκολες, τα έδινε σε ένα συγχωριανό του βιβλιοπώλη κι εκείνος έστελνε κούτες. Αλλά μηχανευότανε κι άλλους τρόπους για να πλουτίσει τη βιβλιοθήκη μας.

Πήγαινε σε γνωστούς, έγραφε σε συχωριανούς, που είχανε ξενιτευτεί στην Αμερική, ζητούσε ενίσχυση από τους επισκέπτες και από τους – σπάνιους τότε – τουρίστες. Χάρη στη μεγάλη του επιμονή, το σχολείο απέκτησε πάνω από πεντακόσιους τόμους, οι οποίοι ήτανε προσεκτικά επιλεγμένοι από το δάσκαλο και αριθμημένοι όλοι με τα γράμματα του Ελληνικού αλφαβήτου.

 

Ακόμη και τώρα, κάθε φορά που γυρίζω σον τόπο μου, πηγαίνω οπωσδήποτε στη βιβλιοθήκη. Είναι βέβαια πια πολύ σπουδαία αυτή η βιβλιοθήκη, με πολλές αίθουσες, ράφια παντού και αριθμημένους διαδρόμους, τραπέζια στη μέση και καρέκλες γύρω τους. Όλα τα ράφια είναι σύγχρονα, φτιαγμένα από μαραγκούς και περασμένα σε μηχανική πλάνη.

Μια μικρή όμως ντουλάπα, κλειστή με τζάμι μπροστά, φαίνεται παλιά. Βρίσκεται στη γωνία της μεγάλης αίθουσας και έχει κενό απ’ όλες τις πλευρές της. Αριστερά και δεξιά είναι δυο φωτογραφίες παλιές αλλά με καινούριες κορνίζες. Η μια δείχνει ένα λιπόσαρκο άντρα με γυαλιά και μικρό γενάκι. Στην άκρη δεξιά του κάδρου, αν πλησιάσει κανείς μπορεί να διαβάσει: «Ιωάννης Μάλας, δάσκαλος εν έτεσι 1957-1963, ιδρυτής της Μαλαίας βιβλιοθήκης».

Η άλλη φωτογραφία είναι μεγαλύτερη από αυτή του δασκάλου. Απεικονίζει ένα τσούρμο παιδιά, γύρω στα εκατό. Στέκονται όλα μπροστά σε ένα τοίχο και κοιτάνε κατάματα το φωτογράφο. Αυτό το κάδρο στο κάτω μέρος του γράφει: «Η τάξη του 1960»

 

Αν ξεφυλλίσει κανείς τα βιβλία αυτής της παλιάς ντουλάπας, θα δει ότι μερικά γράφουνε κάτι με καλλιγραφικά γράμματα στην πρώτη σελίδα. «Δωρεά της σχολικής χορωδίας, 1960»

Τα ποιήματα του Παλαμά, τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη και τα άπαντα του Σολωμού.

 

Δημοσιευμένο στη συλλογή διηγημάτων: Ελένη Γούλα, Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες, Μανδραγόρας, 2011

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

πράγματα

"κέρβερος"

Κάτω απ’ το Σάος, το φεγγάρι