Και τα δέντρα μιλούν
Έχουν μια γλώσσα δική τους τα δέντρα. Σύγχρονοι κάτοικοι, απόγονοι αρχαίων φυλών, μπορούν να μιλάνε μαζί τους. Οι Waorani, για παράδειγμα, θεωρούν τα δέντρα λες και είναι πρόσωπα δικά τους, ζουν, αναπνέουν και αισθάνονται με λέξεις, όπως γείτονες, φίλοι και ζωές που ζουν ανάμεσα[1]. Καταλαβαίνουν και συμμερίζονται τις διαθέσεις τους. Όμως και οι επιστήμονες έχουν πια αποδείξει ότι τα δέντρα επικοινωνούν μεταξύ τους. Έτσι, μια γέρικη μητρική ρίζα νοιάζεται και φροντίζει την οικογένεια των δέντρων που ζει δίπλα της. Ενώ έχει εντοπιστεί ένα κούτσουρο 500 χρόνων που είχε μένει ζωντανό γιατί το τρέφανε οι τριγύρω συγγενείς.
Ανεβαίναμε στο βουνό και κείνη μου μιλούσε έτσι για τα δέντρα. Και ‘γω που είχα γράψει για τον καιρό των δέντρων, έσκυβα τώρα το κεφάλι πολύ ντροπιασμένη. Αν είχε έρθει ο καιρός των δέντρων θα τα λατρεύαμε τώρα, θα τα νοιαζόμαστε, θα τους μιλούσαμε με τα ονόματά τους τα μικρά. Μιμή για το γιασεμί, Νώντας για κείνο το ωραίο σπαθωτό φυτό που ομορφαίνει το τραπεζάκι μας. Εκεί που ακουμπάμε το τηλέφωνο και το ρούτερ για να συνδεόμαστε εμείς οι άνθρωποι μεταξύ μας. Να επικοινωνούμε. Να φτάνει φωνή και εικόνα στα πέρατα του κόσμου και του σύμπαντος του γνωστού.
Τα δέντρα δεν μετακινούνται δεν αλλάζουν περιβάλλον, στέκονται ριζωμένα. Όμως δες πως πλησιάζουν, πώς αγγίζονται. Πώς γέρνουν απαλά, πώς αγκαλιάζουν τον αέρα και τον ουρανό!
Εμείς, που πατάμε τα μυρμήγκια με το μικρό μας δάχτυλο και ανάβουμε φωτιά όταν θέλουμε καινούρια οικόπεδα ή χωράφια, δεν χαλαλίζουμε χρόνο στη σκέψη μιας τέτοιας επαφής. Ως πέρα οι πεδιάδες το ανθισμένο βαμβάκι, ολόκληρες πλαγιές, αχανή εκτάρια καλαμπόκια ή αμυγδαλιές τρομαγμένες που κρύβουνε τους πολύτιμους καρπούς. Η αφύσικη ζήτηση για το γάλα αμυγδάλου, το εναλλακτικό πέρφεκτ φουντ αποδεκάτισε τις μέλισσες, αφού αναγκάζονται να πετάνε χειμωνιάτικα πάνω από τα ανθισμένα δέντρα και πεθαίνουνε παγωμένες. Εμείς που μετράμε όλη την ώρα αν βγούμε κερδισμένοι απ’ την επιχείρηση, αν συμφέρει η μπίζνα, πόσα κερδίζουμε ή χάνουμε, τι να καταλάβουμε από τις συνεννοήσεις των δέντρων.
Περπατήσαμε αργά, χωρίς άλλες λέξεις στο χώμα και στα μικρά κούτσικα δεντράκια όπως πεταγόντουσαν μετά από την πυρκαγιά. Σχεδόν γυμνό το βουνό. Σεργιανίσαμε.
Και λίγο πριν μπούμε πάλι στο αμάξι να γυρίσουμε πίσω στην πόλη, κάτσαμε μπροστά στο Πάρκο των Ψυχών. Οι πέτρες ήταν ακόμη ζεστές από τον ήλιο και τα αγάλματα γέρνανε σαπισμένα. Το έργο του καλλιτέχνη μου φάνηκε εφήμερο, όπως και η αλήθεια της πυρκαγιάς. Μέρος της ανθρώπινης αλαζονείας χωρίς τέλος. Αρχίσαμε να ξεκολλάμε τη λάσπη από τις σόλες των παπουτσιών μας. Σα να είχε λασκάρει, μου φαινόταν το κουμπί τερν ον τερν οφ και έμενε ο αγωγός εδώ πάνω απροστάτευτος. Αρρύθμιστη η σχέση μας με τη φύση. Πίσω μας το ερειπωμένο σανατόριο, γιομάτο φαντάσματα, όρθιοι κορμοί μισοσάπιοι μπροστά μας και το βουνό καμένο ολόκληρο με τα μικρά του κούτσικα φυτούδια, όσο έφτανε το μάτι. Ήχοι μόνο από τα πουλιά. Γύρισα προς αυτή που καθόταν απέναντί μου και σα να έπιασα και τη δική της ανάσα το ίδιο αρρύθμιστη με τη δική μου κι ας ερχότανε από τη μακρινή της χώρα και θα έφευγε πάλι αύριο. Μια χεσιά ο κόσμος μας που απάνω του οι άνθρωποι βουρλιζόμαστε. Τα δέντρα μπορούν να μας το πουν. Αν σταθούμε να τα ακούσουμε.Φωτογραφία: Το Πάρκο των Ψυχών στην Πάρνηθα (2018)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου