μένουμε σπίτι

 



Κοίταζε τις ρυτίδες του γύρω από το στόμα και το μέτωπο. Μπορούσε να τις μετρήσει μία -μία. Τις θυμόταν απ’ όταν αρχίσανε να εμφανίζονται. Πρώτα αχνές και μετά όλο βαθαίνανε. Φέτος θα γινόταν εξήντα. Πού είναι τα σχέδιά τους; Τι έγινε η ζωή τους; Επιπόλαιοι και υπάκουοι. Δειλοί κι ανόητοι. Τώρα θα συμβιβαζόνταν με λίγο περπάτημα. Εικοσιπέντε χρόνια, εικοσιπέντε διαφορετικά μέρη και φέτος μέχρι την πλατεία!

Μένουμε σπίτι, του είπε κι έβγαλε την τούρτα απ’ το ψυγείο. Αφού δε μπορούμε να πάμε το ταξίδι μας, μένουμε σπίτι. Κοίτα. Ωραία δεν είναι; Στρογγυλή με χειροποίητο παντεσπάνι και κρέμα, ολόκληρη σοκολάτα.

Ονειρευόντουσαν για τη στρογγυλή επέτειο, ταξίδι με αεροπλάνο, ξενοδοχείο κυριλέ και σουλάτσο στους δρόμους της Πράγας. Είχανε φανταστεί τους εαυτούς τους με φόντο τα αυστηρά παραταγμένα κτίρια της κεντρικής Ευρώπης, πάνω στο τεράστιο μεσαιωνικό κάστρο με τις φρουρές, τις πολεμίστρες, τους πύργους, και ανάμεσα στο πολύχρωμο πλήθος. Να μπαίνουν στα μαγαζιά, να ψωνίζουν αναμνηστικές κούκλες, να τρώνε γκούλας και κότσι. Στις εννιά θα στεκόντουσαν κάτω από το αστρονομικό ρολόι του παλιού Δημαρχείου και θα βλέπανε τον Εβραίο και τους άλλους αμαρτωλούς να δείχνουν τις ώρες. Αυτή ήταν η διασκέδασή τους. Ούτε παιδιά, ούτε περιουσία έκαναν. Μόνο αυτά τα ταξίδια είχαν να περιμένουν. Την ιστορία την είχε διηγηθεί πολλές φορές. Πώς γεννήθηκε μέσα στο σπίτι, στο χωριό, πώς ερχότανε με τα πόδια και η μαμή τον έβγαλε με τις κουτάλες την ώρα που το ρολόι βαρούσε εννιά. Το είχε σαν τάμα η μάνα μου, έλεγε. Να ακούει το ρολόι στα γενέθλιά του. Μετά αυτός το εξέλιξε. Και στα εικοσιπέντε χρόνια που ήταν μαζί, κανονίζανε να ακούνε και άλλο ρολόι. 

Εγώ, πάντως, έτσι για το καλό, θα βγω μέχρι την πλατεία, της είπε τώρα. Θέλω να ακούσω το ρολόι. Έστω και σ’ αυτή τη μίζερη πλατεία μας. Θα έρθεις; Της έπιασε το χέρι.

Τραβήχτηκε. Τουλάχιστον αν δεν είχε δει στα μάτια του τόση υποταγή.

Μένουμε σπίτι, απάντησε άχρωμα και κάθισε στην καρέκλα μπροστά από την τούρτα. Αυτή είναι η οδηγία.

Μετά είπανε ότι στο τσακ την πρόλαβε. Επειδή το ρολόι της πλατείας είχε χτυπήσει δέκα λεπτά νωρίτερα – ποιος να ασχοληθεί στην καραντίνα με το ρολόι – και δεν έκατσε να περιμένει. Μπήκε στο σπίτι ακριβώς στις εννιά. Όταν το αίμα είχε αρχίσει να βάφει κόκκινη την άσπρη πορσελάνη του νιπτήρα. Στο χέρι της ακόμη ο κολοκοτρώνης * του πατέρα, που κρατούσε όταν «χάραζε» τα κλήματα για να χοντρύνουν τα σταφύλια.

 

*«κολοκοτρώνης»: είδος μικρού σουγιά.

Φωτ: Το ρολόι στην πλατεία Δημαρχείου της Πράγας

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο