Μ. Τρίτη (όπου ψάλλεται το τροπάριο της Κασιανής)



Απόψε (σε κείνη την άλλη, παράλληλη ζωή), κατέβηκε ο ασπρομάλλης παπάς στο δεξί ψαλτήρι – δεξί έτσι όπως το έβλεπα εγώ – κι έψαλε το τροπάριο της Κασιανής. (Η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή). Ο γέρο- παπάς – με μακριά γενειάδα, γαλανά μάτια και λεπτό κότσο – είχε γλυκιά φωνή και ερμήνευε τον ψαλμό, δεν τον έψαλλε απλά. Συγκινιότανε, όπως κατάλαβα. Δεν ξέρω αν ήταν ο έρωτας της γυναίκας ή η μετάνοιά της που τον συγκινούσε.
Ήξερα για την παράξενη γυναίκα, που συνέθεσε τον διάσημο αυτό ψαλμό, ότι ήταν μια καλλιεργημένη διανοούμενη, η οποία απορρίφθηκε από αυτοκρατορική σύζυγος, επειδή τόλμησε τον 8ο αιώνα μετά Χριστόν, να εκφράσει την άποψή της. Άποψη αντίθετη από του αυτοκράτορα.


Πικραμένη η Κασσιανή μετά την απόρριψη, αποσύρθηκε σε μοναστήρι όπου έζησε συνθέτοντας ύμνους και άλλα ποιήματα θρησκευτικού περιεχομένου.
Όμως, η τόλμη των λόγων του ψαλμού, η αλήθεια του συναισθήματος που επιβιώνει τόσους αιώνες κι αγγίζει ακόμη τους πιστούς, φανερώνει τουλάχιστον ένα βίωμα νομίζω. Η Κασσιανή θα τον είχε ερωτευτεί, σκέφτομαι, τον νεαρό αυτοκράτορα Θεόφιλο. Θα είχε τολμήσει να φανταστεί τον ρόλο της δίπλα του, έναν ρόλο σαν της Θεοδώρας ή σαν της Αγίας Ελένης ή ίσως, ακόμη μπορεί να είχε κάνει σχέση μαζί του, μια σχέση καταδικασμένη όμως, αφού εκείνος αναζητούσε κάποια απλή και υπάκουη γυναίκα για αυτοκράτειρα. Γι’ αυτό και πριν αποφασίσει, την δοκίμασε με κείνο το μοιραίο «εκ γυναικός ερρύη τα χείρω» για να του ανταπαντήσει αυτή «εκ γυναικός τα κρείττω».
Διαβάζω και ξαναδιαβάζω τους στίχους του ψαλμού και προσπαθώ να εντοπίσω την αμαρτία που εξομολογείται η ποιήτρια στην ερωτική – όπως μου φαίνεται – περιγραφή.
Μια πόρνη πλησιάζει τον Κύριο και επιμένει να του εκφράσει τη μετάνοιά της. Τα μακριά μαλλιά της σκουπίζουν τα ακριβά αρώματα που η ίδια έχει σκορπίσει στα πόδια Του, λίγο πριν Αυτός σταυρωθεί! Είχε κοιμηθεί με άντρες πολλούς του εξομολογείται, αλλά τώρα θέλει να συγχωρεθεί γι’ αυτή της τη ζωή. Η συντριβή της είναι μεγάλη, ανάλογη με την αμαρτωλή, όπως παραδέχεται, ζωή της. Και η ποιήτρια – αριστοκράτισσα/ αρχοντοπούλα, που προξένευαν στον αυτοκράτορα – δεν καταγγέλλει, δεν κατακρίνει, δεν απορρίπτει. Κατανοεί, όπως μου φαίνεται. Την αμαρτία, την αδυναμία, τη συγχώρεση και πίσω από όλα την αγάπη.
Μια μετανοούσα πόρνη της αρχαιότητας, μια αριστοκράτισσα του Μεσαίωνα, ένας γέρος παπάς χίλια διακόσια χρόνια αργότερα, κι εγώ που μέσα στην εκκλησία βουρκώνω. Κάποιο λεπτό νήμα συνδέει τις ανόμοιες ζωές μας. Ένα κοινό συναίσθημα νομίζω.
Η μεταϊστορία, ότι ο Θεόφιλος ερωτευμένος ακόμη με την Κασσιανή, χρόνια αργότερα την επισκέφθηκε στο μοναστήρι και ενώ αυτή ήταν κρυμμένη στη ντουλάπα, συμπλήρωσε με το χέρι του ένα στίχο στο μισοτελειωμένο τροπάριο, μικρή σημασία έχει. «ν ν τ παραδείσ Εα τ δειλινόν, κρότον τος σν χηθεσα, τ φόβ κρύβη».
Κι αν ο στίχος μοιάζει άσχετος με την ιστορία που αφηγείται το τραγούδι, είναι γνωστό ότι όταν πρόκειται για λατρεία οι λογικοί κανόνες δεν έχουν και μεγάλη εξουσία. Στις θρησκείες, τις λατρείες και στους Οίκους του Θεού μια Μεταφυσική Σταθερά ζητάει ο άνθρωπος για να κουλαντρίσει τους φόβους του. Πίσω-πίσω ο σπόρος του θανάτου που μεγαλώνει μαζί μας.
Στόχος (ευσεβής) να τον κοιτάξουμε αυτό τον φόβο κατάματα.

Φωτ. 1.Η μοναχή Κασσιανή συγγράφει τους ύμνους της. Σχέδιο του Γ. Κόρδη. Συλλογή του Παντελή Ζάττα.
Φωτ. 2 Η Κασσιανή, ως νεαρή Μοναχή στο κελί της. Ωραιότατος κοσμικός πίνακας του Ευάγγελου Ρήνα, έτ. 1990.
Οι φωτ στο: https://docs.google.com/viewer…

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο