Μ. Δευτέρα. (Των μωρών παρθένων και των δέκα ταλάντων)


Τον περίμενα. (Στην άλλη, την παράλληλη ζωή). Είχα στρώσει το κρεβάτι και είχα πλύνει τα πιάτα. Γυάλισα και τα κατσαρολικά. Τα έτριψα με το σύρμα. Τακτοποίησα όλα τα σκεύη, στόλισα και τα βάζα μου με λουλούδια. Αέρισα καλά το δωμάτιο. Στο μπάνιο έβαλα καθαρές πετσέτες. Φόρεσα και μια καλή φορεσιά, που δεν μπορώ τώρα να την περιγράψω. Την είχα διαλέξει για να αρέσει σ’ αυτόν που θα ερχόταν.
Μετά στήθηκα να περιμένω. Δίπλα στο τηλέφωνο και κοντά στο κουδούνι της πόρτας. Κάθε τόσο έλεγχα αν δουλεύουν. Το σταθερό, το κινητό, το κουδούνι. Μ’ αυτήν ή με άλλη σειρά: κινητό, κουδούνι, σταθερό.
Ίσως μου τηλεφωνούσε πριν έρθει. Ίσως μου τηλεφωνούσε κι αν κάτι του συνέβαινε και καθυστερούσε. Ούτε να διαβάσω ούτε να δω καμιά σειρά, ούτε να κάνω δουλειές μπορούσα. Μόνο τα αυτιά μου τέντωνα και την παλάμη μου πάνω στην καρδιά δοκίμαζα. Ανεβοκατέβαινε το στήθος, λαχάνιαζα και πονούσα. Μπορεί και να πέθαινα. Μπορεί να χανόμουνα όπως τα εγκεφαλικά κύτταρα που καταστρέφονταν απ’ το άγχος. Τα άκουγα σχεδόν που λιώνανε στην αγωνία. Τσαφ, τσαφ, έτσι όπως τα σπίρτα που ανάβουν για μια στιγμή και μετά σβήνουν. Τσαφ στην εισπνοή, τσαφ στην εκπνοή. Κάθε ανάσα και θάνατος.
Όμως ολόκληρος ο θάνατος δεν ερχόταν, και περνούσε η ώρα, αυτή που ήτανε να έρθει. Δεν τηλεφωνούσε. Κανένας ήχος! Ούτε ντριν το τηλέφωνο ούτε ο πιο οξύς κτύπος του κουδουνιού. Μόνο η καρδιά μου και η ανάσα μου κι εκείνο το ασανσέρ που πηγαινοερχόταν στο άδειο μου στομάχι.
Η αναμονή μου ήταν μεγάλη, δυνατή. Αβάσταχτη και ατελείωτη.
Όταν άρπαξα τη ζακέτα και τα κλειδιά, είχε αρχίσει να χαμηλώνει ο ήλιος.
Άφησα το τηλέφωνο στο τραπέζι, αφού δεν πρόκειται να έρθει, δεν πρόκειται να τηλεφωνήσει, χάθηκαν όλα, με έχει ξεγράψει, με ξέχασε και η ζωή μου ολόκληρη πήγαινε στράφι. Δεν πεινούσα ούτε νύσταζα. Μόνο πνιγόμουν. Με ένα σφίξιμο στο λαιμό και μια θολούρα μέσα στο μυαλό μου. Πού είναι; Γιατί δεν τηλεφωνεί;
Πήρα να περπατάω. Στον εξοχικό δρόμο που συνήθιζα. Ο ήλιος, οι πέτρες, ο αέρας, τα πουλιά, οι πεταλούδες, τίποτα δεν είχε χαθεί. Όλα στη θέση τους, ακόμη και η καρδιά μου που άρχισε να χτυπάει λίγο-λίγο σε ρυθμό περιπάτου.

Βρήκα το σημείωμά του κάτω από την εξώπορτα. Και αργότερα, όταν ανέβηκα στο δωμάτιο, είδα το κινητό μου τηλέφωνο με το λαμπάκι του αναμμένο.
Δεν είχα υπομονή. Τουλάχιστον όχι όση χρειαζόταν. Δεν είχα το σθένος να αντέξω την κούραση της αναμονής. Γιατί η αναμονή δεν έχει φαίνεται όριο. Μόνο πίστη έχει και αυτήν χρειάζεται.
Για τα τάλαντα θα πω άλλη φορά. Να σκάψω πρώτα λίγο βαθύτερα. Μπορεί εκεί, κάτω από απαγορεύσεις και περιορισμούς, κάτω από μέικ απ και λούστρο ευπρέπειας να έχει παραχωθεί κανένα. Κανένα τάλαντο που παράπεσε από άγνοια ή από δειλία.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο