Αναρτήσεις

πράγματα

Εικόνα
   Εί ναι μια σκηνή από ταινία του Όρσον Ουέλς. Κάθε φορά που κάποιος φεύγει απ’ τη ζωή, κάθε φορά που ένα σπίτι αδειάζει από ανθρώπους και τα πράγματά του μένουνε ορφανά - ράφια γεμάτα βιβλία, ξέχειλες ντουλάπες με ρούχα, κατσαρολικά, ποτήρια, μαχαιροπίρουνα, πατάρια πατικωμένα, έπιπλα και μικροπράγματα παντού - εγώ σκέφτομαι αυτή τη σκηνή. Την ανασύρω στη μνήμη μου, έτσι όπως έχει εντυπωθεί και αλλοιωθεί απ’ τον χρόνο. Τη σκέφτομαι ακόμη και όταν αναγκάζομαι να στριμώχνω τα ρούχα μου στη ντουλάπα ή όταν τακτοποιώ τα ντουλάπια της κουζίνας ή βγάζω τα πράγματα για να τα καθαρίσω. Ποτήρια, φλυτζάνια, πιάτα, κατσαρόλες, μαχαιροπίρουνα... Τόσα πράγματα! Τόσα πολλά πολλά πράγματα!   Ο μεγιστάνας βέβαια Κέιν δεν είχε τη δικιά μου παλιατζουρία, τα φτηνοπράγματα, τα παράταιρα δώρα γάμου και τα κακόγουστα μπιμπλό μου. Εκεί, στην ταινία όλα ήταν πολύτιμα, πανάκριβα, σπάνια, μοναδικά κι εντυπωσιακά. Συγκεντρωμένα στα σαλόνια, στους διαδρόμους, στα ταβάνια, στα δωμάτια, στους κήπους...

Κάτω απ’ το Σάος, το φεγγάρι

Εικόνα
  Οι πέτρες έχουν σκ ούρ α   καφ ε πράσιν α   μπαλώματα τόπους τόπους. Στο χώμα είναι β ελαν ί δι α   ξερά κ φύλλα στρωμένα παντού. Φυσάει   βορινός άνεμος   κ αι   ο ήλιος κρύβεται κάπου κάπου στα σύννεφα . Κάτι άσπρα   μικρά σύννεφα στον ουρανό. Προσπαθώ να φανταστώ τη μαρμάρινη Ν ίκη ν’ ατενίζει τη θάλασσα και να χαιρετάει με την παλάμη της όρθια τους επισκέπτες. Δεν έχει κεφάλι. Δεν βρέθηκε ποτέ. Τότε όμως θα είχε ένα όμορφο καλοχτενισμένο κότσο, κορδέλες στα μαλλιά, μύτη, στόμα και μάτια ολόφωτα. Αριστερά κ αι   πίσω μου έχω τ η Σ τοά και τα σημάδια από τα άλλα κτίρια με τις στέγες   και   τους μεγάλους κίονες. Εστιατόρια, νεώριο, αφιερώσεις πόλεων και αταύτιστα ερείπια. Είμαστε σχεδόν μοναχοί μας. Μια κοπέλα καθισμένη οκλαδόν πάνω στις αρχαίες πέτρες, χαμηλά, όπως βλέπουμε μπροστά μας τις όρθιες κολόνες του Ιερού,   μοιάζει να προσεύχεται . Σκύβει τη μέση, απλώνει τα μπράτσα της να αγγίξει το χώμα, ύστερα σηκώνει αργά το ...

επίσκεψη σε βουλευτή

Εικόνα
  "Μας έβαλαν σε ένα δωμάτιο όπου είχε δυο σειρές με καθίσματα. Όχι τίποτα αναπαυτικά μαξιλάρια, καρέκλες ξύλινες ήτανε. Περιοδικά του κόμματος στα τραπεζάκια από φορμάικα και στους τοίχους που ήτανε βαμμένοι κρεμ, φωτογραφίες του βουλευτή. Με τον αρχηγό, με τους ψηφοφόρους, σε ομιλίες, σε μπαλκόνια. Κι άλλοι περίμεναν να τους δεχτεί ο βουλευτής. Ανάμεσά τους γυναίκες και άντρες με χέρια και πρόσωπα μαυρισμένα από τον ήλιο. Άνθρωποι της υπαίθρου ηλικιωμένοι. Τους συνόδευαν νεότεροι με πιο τρυφερό δέρμα. Καθόντουσαν δίπλα-δίπλα στις άβολες καρέκλες και δε μιλούσανε μεταξύ τους. Βαριόμουνα να περιμένω. Κάπου-κάπου έβγαινε μια γυναίκα – αδιάφορη, δε θυμάμαι καθόλου πώς ήταν – και όλοι πέφτανε απάνω της, πότε θα δούνε το βουλευτή. Περιμένετε! Θα σας δεχτεί ο κύριος τάδε. Ο βουλευτής δεν ήταν μέσα. Επαναλάμβανε. --Ήρθαμε από την επαρχία! Είπε σε κάποια φάση μια γυναίκα με ηλιοκαμένο πρόσωπο και ο νεαρός από δίπλα της τη συγκράτησε κοκκινίζοντας. Ντρεπότανε που ήταν εκεί σε κείνο το μέρ...