"η ζαλιά"
![]() |
Χωνόμαστουνε στο λόγγο μέχρι κάτου τα Στεφάνια, για να τις βγάλουμε. Οι λαμπίρες ήτανε καϊμένες κουμαριές συνήθως, που είχανε μείνει δυο τρία χρόνια μετά τη φωτιά – καιγότανε και τότε το βουνό – είχε φύγει η μουτζούρα, είχανε πλυθεί καλά και είχανε γυαλίσει. Τις φέρναμε στο χωράφι που είχαμε τα ζωντόβολα, τις κόβαμε να είναι ίσιες, να μην εξέχει τίποτα και φκιάναμε τις αγκαλιές. Μετά, δέναμε τη ζαλιά. Τρεις αγκαλιές μαζί βάναμε και ερχόμαστουνε. Από το Δεντρούλι. Μαζί και τα ζωντόβολα. Οι προβατίνες, οι γίδες, τα βόϊδα. Μπαίνανε στα σπαρμένα οι γίδες και πώς να τις αμποδίσεις; Δεν μπορούσαμε να πετάξουμε πέτρες. Δε σηκώνεται το χέρι άμα είσαι ζαλωμένος. Ξέρεις πόσο βαριά είναι η ζαλιά;
Πού να ξέρω; Όσο την άκουγα είχα στο μυαλό μου τη γιαγιά. Τα στραβά της πόδια την καμπουριαστή ράχη, τα μαύρα ρούχα, τη μπόλια στο κεφάλι και μερικά λεπτά προσανάμματα κυρίως και καμιά αφάνα πάνω στη ράχη της. Δεμένα όλα με μια τριχιά στους ώμους με κάποιο μυστήριο για μένα τρόπο. Ήξερα βέβαια και τις φωτογραφίες του Μπαλάφα με τις ζαλωμένες γυναίκες όπως και τις Ηπειρώτισσες που κουβαλούσαν στην πλάτη τα πυρομαχικά του ‘40. Πάλι φωτογραφίες ασπρόμαυρες, στη σειρά γυναίκες με τα όπλα και τα άλλα απαραίτητα φορτωμένα στην πλάτη και παντού γύρω τα βουνά της Πίνδου. Μόνο αυτές μπορούσαν να κουβαλήσουν τα πυρομαχικά. Μόνο αυτές σαν τα μουλάρια. Εκεί που ούτε τα μουλάρια. Ασπρόμαυρες, όπως η γιαγιά μου στα εξήντα της με τα μαύρα ρούχα και το άσπρο δέρμα, σκεπασμένο πάντα από τα ρούχα του πένθους.
Μου εξήγησε η μάνα την άλλη μέρα τη ζαλιά. Στο σπίτι με παραδείγματα και παραστατικά.
Η γιαγιά σου έφερνε τσάρφουλα. Ψιλοξυλάκια, μου είπε. Δεν καταλάβαινε να φκιάσει τη ζαλιά. Εμάς μας είχε δείξει η μάνα μας. Τη φέρναμε από το Δεντρούλι και δεν έπεφτε τίποτα. Κοίτα:
Βάναμε χάμου την τριχιά διπλή. Διαλέγαμε συνήθως ένα πεζουλάκι στην άκρη για να σταθούμε εμείς από κάτω να τη ζαλωθούμε. Πάνου στη διπλή τριχιά γιουκιάζαμε ύστερα τα ξύλα. Αφήναμε και από τη μία και από την άλλη χώρο. Με τη σειρά τα βάναμε και προσοχή όλα τα ξύλα. Το ένα κοντά στο άλλο και μετά από πάνου. Έπρεπε να είναι ίσια κομμένα. Να μην εξέχει κανένα. Ούτε μια ακρίτσα. Ίσια με τρεις αγκαλιές βάναμε όπως σου είπα στη ζαλιά. Μετά κωλοκαθόμαστουνε κάτου και περνάγαμε τη θηλιά στο λαιμό μας. Από πίσω, για να έχουμε τα ξύλα στην πλάτη. Αφού την περνάγαμε τη θηλιά στο λαιμό, πιάναμε τις δυο άκρες της τριχιάς πίσω, τις φέρναμε μπροστά και τις περνάγαμε στο λαιμό μας. Τα ξύλα τώρα ήτανε στην πλάτη μας. Τραβάγαμε τις άκρες από μπροστά στις αμασχάλες και τις σφίγγαμε από πίσω. Τις δέναμε καλά να στερεώσει και να σφίξει η ζαλιά και έτσι ξεκινάγαμε. Μας κόβανε τα ξύλα το κορμί βέβαια. Κοιτάγαμε να είναι τα πιο ίσια από κάτω χωρίς κόμπους, βάναμε και καμιά ποδιά αλλά, όπως να το κάμεις ξύλα ήτανε. Οι αφάνες τρυπάγανε περισσότερο.
Το χειρότερο όμως ήτανε τα ζωντόβολα. Είκοσι γίδες! τριάντα προβατίνες! δυο τρία βοϊδα! Μπαίνανε στα σπαρμένα οι γίδες και μεις δε μπορήγαμε να σηκώσουμε την πέτρα να την πετάξουμε. Και η βροχή μας παίδευε πολύ. Άμα έπιανε βροχή γινόμαστουνε μούσκεμα. Περόνιαζε μέχρι το βρακί μας. Ούτε ομπρέλα ούτε τίποτα. Όταν φτάναμε στο σπίτι έτσι βρεμένες μέναμε. Δεν αλλάζαμε. Δεν είχαμε ρούχα, δεν ξέρω γιατί. Τότε δε μας ένοιαζε. Ούτε ζυγώναμε στη φωτιά να στεγνώσουμε. Εκεί καθότανε η μάνα μας με τον πατέρα. Εμείς, έτσι βρεμένες μπαίναμε και στο πάπλωμα. Και κει στο πάπλωμα αχνίζαμε.
Και τρώγαμε και ξύλο από πάνου. Γιατί μέχρι να βρούμε τις λαμπίρες, που γύρευε η μάνα μας, πηγαίναμε πολύ μακριά από το χωράφι μας, όπως σου είπα. Μέχρι τα Στεφάνια. Τα ζωντόβολα έτσι αμόλα όπως τα είχαμε, βγαίνανε από το δικό μας και μπαίνανε στα ξένα. Ένα γύρω ήτανε σπαρμένα.
Ερχότανε μετά ο γερο… με το σακούλι του και γύρευε το στάρι που του φάγανε οι γίδες μας. Του το έδινε ο πατέρας μας και τρώγαμε μεις το ξύλο.
Τι έχουμε τραβήξει… Πώς ζήσαμε…
*
Είχαμε και τα καλά μας όμως.
Όταν δεν ερχόμαστουνε στο χωριό αλλά μέναμε στο βουνό.
Βάναμε κλαριά, φκιάναμε ένα απαγκερό μέρος κοντά στο σπίτι, στρώναμε κάτου άχυρα, γιομίζαμε και σακιά με σάλμη και κοιμόμαστουνε όλα τα παιδιά. Έτσι όπως δεν είχε πουθενά φώτα ξαπλωνόμαστουνε στο σκοτάδι, πίσα κ μετράγαμε τα αστέρια. Ήτανε πολύ ωραία. Δεν ξεχνιόνται κείνα τα χρόνια. Είμαστουνε μέσα στη φύση. Σηκωνόμαστουνε το πρωί, αμολάγαμε τα ζα μετά τα γυρνάγαμε το μεσημέρι κ πάλι λίγες ώρες το βράδυ. Ήρεμη η ζωή. Και όλα τα παιδιά μαζί.
Στο σκολιό που πήγα για δυο χρόνια δε μου άρεσε. Πιο καλά ήτανε τσοπάνα.
(φωτ απ' το διαδίκτυο)
Χειμώνας 2021
Καταγραφή Ελένη Γούλα. Αφήγηση Κατίνα Γούλα.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου