Σημειώσεις απ' την παράλληλη ζωή, αρ. 6

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόντουσαν άντρες και γυναίκες, συνεργεία ολόκληρα απέξω από την πύλη, απέξω από τα τείχη και ακριβώς έξω από τη σιδερένια μασίφ πόρτα του πύργου. Όλα τα χρόνια της ψεύτικης άνοιξης, όταν ανοίγαμε τα κλεισμένα παντζούρια στο φως και παντού στη χώρα περίμενε μαυλιστικό το σκοτάδι, ο καθηγητής ριγμένος εδώ μέσα όπως η ξέρα στην άκρη της θάλασσας, όπως ο γκρεμός στην άκρη του βράχου. Αδύνατος, λιγομίλητος, να φτύνει συνέχεια και εξακολουθητικά τα ξέχειλα ντουλάπια περιγελώντας ξεχειλωμένες κοιλιές.

Είχα ακούσει γι’ αυτή την περίοδο, μια εικόνα στο μυαλό μου, δική μου εικόνα, όπως την έφτιαξα τότε που ξεβράστηκα δω πέρα τυχαία, όσο τυχαία μπορεί να είναι τα πράγματα στη ζωή μας.
Υπόγεια ρεύματα, αέρηδες απ’ το βορά, κύματα γλυκομίλητα, όλα χτυπούσαν στη δική του ξέρα. Συντρίμμια και ερείπια τα παλιά παραπήγματα, οι αποθήκες, τα υποστατικά. Ο κεντρικός πύργος μόνο γερνούσε αργά όπως ο καθηγητής. Λες και ήτανε ο ένας για τον άλλον, άνθρωπος και κτίσμα, δυο ζωντανά ταυτισμένα παράξενα με τη φυσική δύναμη της νομοτέλειας.
Ζούσα κοντά τους – εδώ σ’ αυτή την παράλληλη ζωή από όπου τώρα σας γράφω – καιρό πολύ. Κι αν δεν είχα τρία ή πενήντα ή εκατό κεφάλια και γλώσσες και στόματα να δαγκώνω και να λυσσάω, όμως δε σταμάτησα να πετροβολάω και να τοξεύω με τα βέλη μου τα φαρμακερά. Ξεγελούσε η γυναικεία μορφή και η γελαστή μου φάτσα.
Είχα πάλι ξεσκεπάσει τα δόντια μου σε χαμόγελο, είχα χαλαρώσει το πρόσωπό μου και είχα απευθύνει τον λόγο ευγενικά. Μου άρεσε που κοιτούσα τον φωτογράφο. Δεν τον φοβόμουν, δεν ήθελα να τον αρπάξω και να τον διώξω έτσι όπως είχε έρθει. Δεν μου γεννήθηκε η ανάγκη να σταθώ μπροστά του με την πανοπλία του πόνου.
Κι ας ήξερα ότι ο καθηγητής ήτανε πια ξεδοντιασμένος, δε μπορούσε να σταθεί όρθιος, κουνούσε τα χέρια του μόνο ως τον αγκώνα και η φωνή του, ένας υποχθόνιος υπόκωφος ήχος. Παιχνιδάκι να τον νικήσουν τούτοι οι καινούριοι εισβολείς της φιλίας, κι όμως δεν με πλάκωσε ανησυχία, θυμός ή εχθρότητα έστω κάποια επιθυμία να μαζευτώ γύρω από το στήθος και να χυμήξω μπροστά.
Εκεί μέσα στο στήθος, κλακ! Η πόρτα που βγαίνει από τη ράγα και χύνεται γλύκα αντί αγωνία και θυμός.
Τον έφτασα προτού στρίψει στη γωνία της εκκλησίας, καθώς έγερνε λίγο το σώμα του προς τα αριστερά. Ολόκληρο το σώμα προς τα αριστερά και όχι λαμπάδα, όπως μου είχε φανεί νωρίτερα, όταν τον έβλεπα μπροστά στον πύργο, που φωτογράφιζε και μισοκρυμμένη κάτω από τον μικρό ήλιο, τον χάζευα απολαυστικά.
Περίμενε! Είπα.
(από τις σημειώσεις της άλλης παράλληλης ζωής, αρ. 6)
φωτ.Γ. Μόραλης, Ερωτικό (1990). Λάδι σε μουσαμά, 200 εκ. x 200 εκ. Μακεδονικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο