σημειώσεις της παράλληλης ζωής 5

Έκρυψα τα δόντια μου, ξαφνικά ντροπιασμένη – ήταν τελείως απληροφόρητος – και τον κοίταξα στο μέτωπο. Παράξενα χαμηλό με τις φύτρες των μαλλιών να κατεβαίνουνε μέχρι τις πρώτες γραμμές της σκέψης.
Βοηθάω τον καθηγητή, του είπα κάνοντας τη φωνή μου σταθερή (αυτή τη φωνή που είχα για να μιλάω σε κείνη την άλλη την παράλληλη ζωή από όπου σας απευθύνομαι πάλι). Τους τελευταίους μήνες επιδεινώθηκε η υγεία του. Δεν μπορεί πλέον να αυτοεξυπηρετηθεί. Έτσι είναι φυσικό να γνωρίζω ποιος θα έρθει να τον επισκεφθεί και πότε.

Σήκωσε τους ώμους – δεν τον ενδιέφερε, δίσταζε να εμπιστευτεί – εγώ όμως συνέχισα.
Μπορώ αν θέλετε να σας ξεναγήσω στον κήπο. Να φωτογραφίσετε τον περιβάλλοντα χώρο. Είναι ιδιαίτερο μέρος ο πύργος και αυτή την ώρα όλες οι σκιές έχουνε χαθεί.
Δεν είπα τίποτα για το μέσα, εκεί όπου κοιμόταν ο καθηγητής, εκεί που δούλευε όλα τα χρόνια της απομόνωσής του, ούτε νύξη καμία για την πολύτιμη συλλογή του. Περίμενα πρώτα να δείξει ενδιαφέρον, να ακούσει κι εκείνα που δεν ακούγονται με τα αυτιά, όσα στροβιλίζονται και αιωρούνται, δημιουργούν εικόνες, αγγίζουν αόρατα τις αισθήσεις, πλάθουν το απροσδιόριστο, φτιάχνουν πλούτο και ομορφαίνουν τη ζωή και την ύπαρξη.
Περίμενα. Τη φλόγα από το τσακμάκι που ήμουν, για να σωθεί ο άντρας και η γυναίκα, το παιδί και το κορίτσι, ο άνθρωπος και το ον εν γένει, αυτό που σπρώχνει στη ζωή και παίρνει το μάλλινο κουβάρι από τα χέρια της Αριάδνης για να νικήσει τον τρομερό λαβύρινθο. Περίμενα τη σειρά των πραγμάτων, την αόρατη επαφή των ανθρώπων, που σώζει τον κόσμο.
Ταλαντεύτηκε. Πρόσεξα το μάτι του που έχασε την αιχμή και έγινε μια ιδέα εξεταστικό. Κάτι μετρούσε και στάθμιζε. Στάθμιζε και μετρούσε. Άνθρωπος του μέτρου.
Πρέπει να γυρίσω στην Παραλία προτού νυχτώσει, είπε στο τέλος. Ανέβηκα ως εδώ με τα πόδια.
Τα μάτια του χαμήλωσαν μέχρι τα σκονισμένα παπούτσια. Το καλαμένιο ραβδί ήταν ακόμη ακουμπισμένο στην πέτρα. Σ’ αυτή που ακουμπούσε το κορμί του καθώς με κοιτούσε πλέον κατάματα.
Μην κατεβείτε την κατηφόρα! Μου ξέφυγε, ή για να είμαι ειλικρινής, άφησα να νομίζω ότι μου είχε αθέλητα ξεφύγει.
Αυτός τότε, με μια κίνηση που σε άλλες περιπτώσεις θα ήταν συνηθισμένη θέλησε να τινάξει τη σκόνη από το σακάκι του. Μόνο που δε φορούσε σακάκι, μα ένα πουκάμισο καρώ με τσέπες και μανίκια μακριά, χωμένο στο παντελόνι.
Δεν είχα σκοπό να κατεβώ από την απότομη πλαγιά, είπε. Θα περπατήσω στη δημοσιά.
Έτσι είπε δημοσιά και παίρνοντας το ραβδί του μου γύρισε την πλάτη.

(Σημειώσεις από την άλλη την παράλληλη ζωή. Φωτ.Αξιώτης Στρατής-Σπίτι της Λέσβου, περ. 1945)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο