Στη Μάνη

Ξεκινήσαμε τρεις μέρες μετά την κηδεία του συμμαθητή μου. Είχε πεθάνει καθώς περπατούσε στην εξοχή. Ξαφνικά. Στα 65 μας χρόνια. Δεν ήταν τώρα μόνο ο δρόμος, η ανηφόρα, η κατηφόρα, η στροφή, τα χιλιόμετρα, πόσο θέλουμε ακόμη να φτάσουμε γιατί πεινάμε, γιατί κλαίει το παιδί, γιατί πρέπει να διορθώσω τα γραπτά ή γιατί βιάζομαι να γυρίσω να ξεκουραστώ. Ήταν ο δρόμος αλλά με τη στροφή που αποκαλύπτει ένα φιόρδ, ένα βράχο, μια μεγάλη συστάδα πολύχρωμη. Σπάρτα ολάνθιστα που μοσχοβολάνε, ασφάκες ήμερες με ωραία μωβ άνθη και ασφάκες άγριες με κείνα τα κίτρινα μικρά μισοφέγγαρα γύρω από τη στρογγυλή τους βάση σαν σφηκοφωλιά, που όμως βγαίνουνε και σ’ αφήνουνε να ρουφήξεις το σιρόπι τους. Τραβάς το λουλουδάκι- φύλλο, το κρατάς από το μικρούτσικο κεφαλάκι του και γλείφεις στα χείλη σου το μικρό του μίσχο που είναι γεμάτος μέλι. Ούτε μια σταγόνα στ’ αλήθεια, αλλά μελώνει το χείλι και η γλώσσα και τραβάς και το άλλο φυλλαράκι το παχιό, το χνουδωτό που είναι όμως απαλό και το γλείφεις κι...