ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ 2. καύκαλα

“ Όταν πέθανε η μάνα μου, έκλαιγα όλη την ώρα. Μόλις το έμαθα και μετά έκλαιγα συνέχεια χωρίς να μπορώ να σταματήσω. Στο σπίτι, στην εκκλησία, παντού. Όταν όμως τη βάλανε στη γούβα και της έρριξε την πρώτη χούφτα το χώμα απάνω στο φέρετρο ο παπάς, τσακ! Σταμάτησα. Σα να ξεριζώθηκε κάτι από μέσα μου. Κόπηκε κάτι. Άκουσα το κρακ μου φάνηκε. Από κείνη την ώρα δεν ξαναέκλαψα. Ούτε ξαναπήγα στο μνήμα. Κάτι κόπηκε από μέσα μου σου λέου. Το κατάλαβα. Έτσι όπως ξεκολλάει ένα κομμάτι από το βράχο. Ένα κομμάτι. Κρακ! Έκαμε”. Μιλάει με καθαρές λέξεις και δυνατή φωνή. Στην μπλούζα της διακρίνω τους κόμπους, το μαγαζί της δεν είναι και πολύ καθαρό, όμως οι ορχιδέες της παραταγμένες στη σειρά στολίζουν τον πάγκο και οι βεβαιότητές της τρυπώνουν παντού. Δεν ταιριάζει εδώ να μιλάω για τα δικά μου - γκρίνιες, αμφιβολίες, αγωνίες. Για όλους φωτάει ο Θεός, μου λέει. Εγώ κοιτάω τα δικά μου. Ας κοιτάξουν και οι άλλοι τα δικά τους. Αφού εγώ δε γυρεύω από αυτούς, γιατί να με νοιάζει. Έτσι δεν εί...