ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ 2. καύκαλα

 


Όταν πέθανε η μάνα μου, έκλαιγα όλη την ώρα. Μόλις το έμαθα και μετά έκλαιγα συνέχεια χωρίς να μπορώ να σταματήσω. Στο σπίτι, στην εκκλησία, παντού. Όταν όμως τη βάλανε στη γούβα και της έρριξε την πρώτη χούφτα το χώμα απάνω στο φέρετρο ο παπάς, τσακ! Σταμάτησα. Σα να ξεριζώθηκε κάτι από μέσα μου. Κόπηκε κάτι. Άκουσα το κρακ μου φάνηκε. Από κείνη την ώρα δεν ξαναέκλαψα. Ούτε ξαναπήγα στο μνήμα. Κάτι κόπηκε από μέσα μου σου λέου. Το κατάλαβα. Έτσι όπως ξεκολλάει ένα κομμάτι από το βράχο. Ένα κομμάτι. Κρακ! Έκαμε”.

Μιλάει με καθαρές λέξεις και δυνατή φωνή. Στην μπλούζα της διακρίνω τους κόμπους, το μαγαζί της δεν είναι και πολύ καθαρό, όμως οι ορχιδέες της παραταγμένες στη σειρά στολίζουν τον πάγκο και οι βεβαιότητές της τρυπώνουν παντού. Δεν ταιριάζει εδώ να μιλάω για τα δικά μου - γκρίνιες, αμφιβολίες, αγωνίες. Για όλους φωτάει ο Θεός, μου λέει. Εγώ κοιτάω τα δικά μου. Ας κοιτάξουν και οι άλλοι τα δικά τους. Αφού εγώ δε γυρεύω από αυτούς, γιατί να με νοιάζει. Έτσι δεν είναι; ρωτάει ρητορικά.

Την αφήνω να ρωτάει και να απαντάει μόνη της. Δεν την αμφισβητώ. Ζητώ καμιά διευκρίνηση και την ακούω που γεμίζει τον χρόνο με την καθαρή φωνή της. Δεν θέλω να αρχίσει να ραγίζει, να χρειαστεί να βάλει νερό στο κρασί της, να κοντράρει έστω η δική μου πίστη πάνω στη δική της. Φοβάμαι μήπως όπως συμβαίνει και με τον έρωτα, αρχίσει η απομάγευση και διαλυθεί ο ήρεμος κυματισμός.

Σήμερα, η κουβέντα γύριζε πάλι στους πεθαμένους. “Όλα είναι γραμμένα! Όλα!”, έλεγε. “Πιστεύεις στο κισμέτ σαν τους μουσουλμάνους”, τη ρώτησα μάλλον αδιάφορα, εκείνη όμως κούνησε το χέρι με το τσιγάρο της ανυπόμονα. “Γραμμένα σου λέου με γράμματα κανονικά. Μόνο που δε μπορούμε να τα διαβάσουμε. Είναι εδώ”, κι έδειξε το μέτωπό της σηκώνοντας τη φράτζα. “Εδώ στο κούτελο του ανθρώπου. Αν ιδείς, όταν βγάνουμε τα κόκκαλα και τα πλένουμε με κρασί, το καύκαλο εδώ μπροστά έχει γράμματα. Όμως δε μπορείς να τα διαβάσεις. Κανείς δεν ξέρει τι γράμματα είναι”. “Εννοείς τις ραφές των οστών μεταξύ τους”, επέμεινα εγώ ανασκαλεύοντας τη σχολική μου μνήμη. Εκείνη όμως ήταν απτόητη. “Δεν ξέρω εγώ για  ραφές και τέτοια”, είπε. “Εγώ σου λέου ότι είναι κανονικά γράμματα!” Και κούνησε το δάχτυλό της στον αέρα φτιάχνοντας κύκλους και ελλείψεις. “Είναι γράμματα! Γράμματα. Μόνο που δε διαβάζονται. Κανείς δεν ξέρει τι γράμματα είναι”. “Τα έχεις δει εσύ;” ξαναρώτησα δείχνοντας για πρώτη ίσως φορά δυσπιστία, εκείνη όμως, με σιγουριά, μυστηριώδη έκφραση στα μάτια κι ένα πόνο στο πρόσωπό της μου απάντησε ήσυχα. “Ναι! Τα έχω ιδεί”. Η φωνή της χαμήλωσε λίγο, όμως καμιά δυσπιστία, καμιά ρωγμή στο βίωμά της το ισχυρό.  “Όχι μία και δυο φορές. Όλα τα καύκαλα έχουνε γράμματα. Γι αυτό σου μιλάου αλλιώς δε θα μίλαγα. Αν δεν τα είχα ιδεί εγώ η ίδια τι να έλεγα; Μπαρούφες; Τα έχω ιδεί και τα έχω πιάσει. Πηγαίναμε, όταν είμαστουνε μικρά εκεί στο νεκροταφείο του χωριού που ξεθάβανε τους πεθαμένους και τα βλέπαμε. Και στης μάνας μου τα κόκκαλα, που τα έπλυνα εγώ με τα χέρια μου και τα έβαλα στο κρασί, τα είδα τα γράμματα. Όμως δεν διαβάζουνται. Κανείς δεν μπορεί να τα διαβάσει αυτά τα γράμματα τα γραμμένα”.

Βλέπει τηλεόραση, μαγειρεύει, μαζεύει ελιές, μεγαλώνει τα παιδιά της, νοικιάζει δυο σπίτια στην κοντινή φοιτητούπολη, δουλεύει στο μαγαζί της και αγαπάει τον άντρα της. Έχει ένα όνομα αρχαίο ελληνικό, φυτεμένο στη γη. 

Ελένη Γούλα

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

πράγματα

Κάτω απ’ το Σάος, το φεγγάρι

"κέρβερος"