ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ 1. το βλέμμα
Ήτανε τρεις ο ένας με το κράνος, και το προστατευτικό στο πρόσωπο, σαν ρόμποκοπ δεν έβλεπες αν είχε γένια, μάτια, αυτιά, χείλη ένα άθραυστο πράγμα, αδιαπέραστο.
Οι άλλοι δύο κάναν τον έλεγχο. Με την ταυτότητα και το κινητό ο ένας εξακρίβωνε τα στοιχεία κι ο άλλος είχε βάλει τον άνθρωπο να σηκώσει τη φόρμα, να κατεβάσει τις κάλτσες....
Εκείνος που του έλεγχαν την ταυτότητα ήταν ξανθός κάτω από σαράντα μου φάνηκε, με γαλανά μάτια. Κοιτούσαν το άπειρο.
Προσπέρασα. Βιαζόμουν να πάω στην τράπεζα. Κείνο το βλέμμα του όμως, το γαλανό άδειο βλέμμα το πήρα μαζί μου.
Κι αν είχε καταλήξει έτσι στο δρόμο μαζί με άλλους αποσυνάγωγους που τους σταματάνε οκτώ η ώρα το πρωί σιδερόφραχτοι μπάτσοι/όργανα της τάξης με εξουσία να τους σηκώνουν τις κάλτσες, να τους κατεβάζουν τα βρακιά - αν δεν τα κατεβάζουν από μόνοι τους στη μέση του δρόμου, να ουρήσουν, να αποπατήσουν, να ξαλαφρώσουν - κι αν αυτή τώρα ήταν η ζωή του, κείνο το βλέμμα του από κάποιο σπίτι, από κάποια πόλη από κάποια χώρα ερχόταν.
Θα είχε όνειρα, δε μπορεί, θα είχε φίλους, μια μάνα, έναν πατέρα και γιαγιάδες και παππούδες, κανονικά τέσσερις συνολικά. Και ύστερα θείες, θείους, ξαδέρφια. Επίσης θα πήγε στο σχολείο, θα είχε δασκάλους και δασκάλες, διευθυντές και διευθύντριες, θα μπήκε σε μπαρ, σε εστιατόρια, σε παιδικές χαρές, θα μίλησε με περιπτεράδες, πλανόδιους πωλητές ίσως, μπορεί να φοίτησε σε κάποιο πανεπιστήμιο, έστω σε σχολή, ίσως και κάποιος λειτουργός μιας θρησκείας να τον νουθέτησε ή να δοκίμασε να τον προσηλυτίσει. Και γυναίκες ή άντρες μπορεί να τον ερωτεύτηκαν. Ίσως κι αυτός να ερωτεύτηκε. Σαράντα χρόνια πόσοι έρωτες, πόσοι ενθουσιασμοί, πρόλαβα να σκεφτώ ως που να φτάσω στην τράπεζα.
Ο σεκιουριτάς ήταν χαμογελαστός.
-Περάστε! Περάστε! Άδειασε μια θέση στο ταμείο.
Να αυτή τη θέση εδώ στην είσοδο θα μπορούσε να την έχει εκείνος ο άντρας. Αν ήθελε. Αν προετοίμαζε τον εαυτό του κατάλληλα, αν...
-Υπογράψτε εδώ, μου είπε ο ταμίας σε λίγο και μου έδειξε την οθόνη στο τάμπλετ πάνω στο αστραφτερό του γκισέ.
Να αποχτάς, να συντηρείς, να επικαιροποιείς. Συνέχεια να σκέφτεσαι και να υπολογίζεις, να μετράς και να ξαναμετράς προτού ξαναβρεθείς στον άσο πάλι. Εφορία, εταιρίες, διακοπές, δώρα, υποχρεώσεις οικογενειακές, φιλικές, κοινωνικές...
Στο δρόμο είδα πάλι τον άντρα και είχε το ίδιο χαμένο βλέμμα. Ήταν μόνος του. Οι σιδερόφραχτοι είχαν φύγει. Ξαναπέρασα από δίπλα του. Πόση απόσταση μας χωρίζει αλήθεια. Πόση.
Ελένη Γούλα
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου