«Κι ας μη νικήσουμε, θα πολεμάμε πάντα»

Αφιερώνεται στους δασοπυροσβέστες και στους εθελοντές Ο άντρας είχε μπει στην αυλή μαυροψημένος και κουρελιασμένος. Μουτζούρες στο πρόσωπό του, δεν έβλεπα αν είχε ρυτίδες, αν ήτανε ξυρισμένος ή αν βγαίνανε τρίχες στα μάγουλα. Έχωσε τα χέρια του στον κουβά κι έσκυψε το κορμί του, διπλωμένος στα δυο. Αν ήταν δυνατόν να χωρέσει μέσα στο νερό ως τις πατούσες. Σαν κάτι διψασμένα σκυλιά, που ρουφάνε με τη γλώσσα τους λαχανιασμένα. Σφηνωμένο το κεφάλι στο σβέρκο, κι όταν σηκώσουν τα μάτια στον άνθρωπο, που γεμίζει και ξαναγεμίζει το πιατάκι τους, τα βλέπεις να στάζουνε λύπη. Είχε καταξεσκιστεί να βαράει τις φλόγες, να σηκώνει το χώμα για να σκεπάσει τις ρίζες και τα κουφάρια που καίγανε. Μέσα στη μαυρίλα το πουκάμισο δεν ξεχώριζες χρώματα. Το παντελόνι του χοντρό με τα μπατζάκια μέσα στις δερμάτινες μπότες, και στη μέση σφιγμένη η ζώνη. Χωρίς κοιλιά, χωρίς καμπουριασμένη ράχη. Σκέπαζε το κεφάλι του ένα πανί δεμένο κόμπο πίσω στο σβέρκο σαν τους βεδουίνους που ...