«Κι ας μη νικήσουμε, θα πολεμάμε πάντα»

 



 

Αφιερώνεται στους δασοπυροσβέστες και

στους εθελοντές

 

Ο άντρας είχε μπει στην αυλή μαυροψημένος και κουρελιασμένος. Μουτζούρες στο πρόσωπό του, δεν έβλεπα αν είχε ρυτίδες, αν ήτανε ξυρισμένος ή αν βγαίνανε τρίχες στα μάγουλα. Έχωσε τα χέρια του στον κουβά κι έσκυψε το κορμί του, διπλωμένος στα δυο. Αν ήταν δυνατόν να χωρέσει μέσα στο νερό ως τις πατούσες. Σαν κάτι διψασμένα σκυλιά, που ρουφάνε με τη γλώσσα τους λαχανιασμένα. Σφηνωμένο το κεφάλι στο σβέρκο, κι όταν σηκώσουν τα μάτια στον άνθρωπο, που γεμίζει και ξαναγεμίζει το πιατάκι τους, τα βλέπεις να στάζουνε λύπη.

Είχε καταξεσκιστεί να βαράει τις φλόγες, να σηκώνει το χώμα για να σκεπάσει τις ρίζες και τα κουφάρια που καίγανε. Μέσα στη μαυρίλα το πουκάμισο δεν ξεχώριζες χρώματα. Το παντελόνι του χοντρό με τα μπατζάκια μέσα στις δερμάτινες μπότες, και στη μέση σφιγμένη η ζώνη. Χωρίς κοιλιά, χωρίς καμπουριασμένη ράχη. Σκέπαζε το κεφάλι του ένα πανί δεμένο κόμπο πίσω στο σβέρκο σαν τους βεδουίνους που γυρίζουν καλυμμένοι πατόκορφα στις ερήμους της γης. Εγώ τράβαγα και τράβαγα νερό από το πηγάδι με το σκοινί και τον δεμένο στην άκρη του κουβά. Δε δούλευε η αντλία, χωρίς ρεύμα δεύτερη μέρα ο τόπος και στάλα στις βρύσες.

 

Περιμένετε να σας φέρω καθαρά ρούχα, του είχα πει. Εδώ πίσω από την καρυδιά μπορείτε να γδυθείτε. Θα βγάλω κι άλλο νερό. Θα φέρω και σαπούνι.

Πλύθηκε κάπως με το κρύο νερό του πηγαδιού, που δε σαπούνιζε όμως καλά. Μέσα στους πόρους, πάνω στις τρίχες των χεριών η μουτζούρα. Φόρεσε το καθαρό πουκάμισο του Χρήστου, ένα σιέλ με τσέπες που του είχα φέρει και με το βρώμικο παντελόνι, κάθισε στο πεζούλι να πιει καφέ και να φάει το ψωμοτύρι.

Εδώ πάνω μεγάλωσα μας είπε. Έφυγα για σπουδές. Δε με χωρούσε ο τόπος. Όλοι φεύγαμε τότε. Ο κόσμος μας φαινόταν ακόμη απέραντος και θέλαμε να τον γνωρίσουμε. Να ρουφήξουμε τον αέρα του κόσμου. Κοίτα όμως ένα παράξενο με μας τους ανθρώπους. Κάθε φορά λες και με πνίγανε οι πόλεις. Τα τοπία τα άγνωστα. Οι πεδιάδες και τα χιονισμένα ολοχρονίς όρη. Ακόμη και η μαγεμένη Ανατολή, οι μυρωδιές που με γαργαλούσανε να τις δοκιμάσω.

Σαν τον Ανταίο. Σαν αυτόν ήμουνα. Αν δεν ερχόμουν να πατήσω πάνω σε τούτες τις πέτρες, να μου ξεράνει ο αέρας τα χείλη, να πονέσουν τα μάτια μου από το φως…

Έφτανα τα καλοκαίρια. Βοηθούσα και στις δουλειές. Η γιαγιά μου σταθερά φύτευε δέντρα. Δε θα ζεις να φας σύκα ρε γιαγιά, της έλεγα κι εκείνη με κοίταζε με τα γαλάζια της μάτια. Δεν καταλάβαινα το βλέμμα της τότε. Τώρα όμως, αυτές τις δυο μέρες που καίγεται ο τόπος, που είδα με τα μάτια μου τις μεγάλες πια συκιές της να καίγονται…

Κάτω από το θαμπωμένο φως του ήλιου μας μιλούσε. Τα φύλλα της καρυδιάς, ο καπνός από τα καμένα, κι αυτός με το βλέμμα γαλάζιο σε κάτι δικό του βυθισμένο.

Λένε ότι τούτος ο κόσμος πεθαίνει, είχε συνεχίσει μετά από μια μεγάλη σιωπή. Ότι έχει κιόλας πεθάνει. Ένας προφήτης της εποχής μας, ο Λιαντίνης, έγινε το παρανάλωμά του. Κι εγώ, τώρα κοιτάω τούτες τις πέτρες, τις μαύρες από τη φωτιά. Με την πρώτη βροχή θα κυλήσει κι άλλο το χώμα, το δυνατό χρυσάφι του ήλιου θα τυφλώσει τη γη μου. Ω ναι. Γδαρμένοι βράχοι και ήλιος. Πολύς ήλιος. Αυτό είναι που θέλουν οι δυνατοί τούτη την ώρα. Τίποτα πουθενά πράσινο, ούτε μια πεζούλα, αναβαθμίδα λυτρωτική, ούτε σταγόνα δυσεύρετο νερό. Δεν είναι έρημος εδώ χωρίς δρόμους μακριά πολύ από τον πολιτισμό των ισχυρών. Εύκολη η πρόσβαση, οικονομική και τοπίο γυμνό, όπου δε θα φυτρώνει τίποτα, παρά μόνο τα πάνελ του ήλιου. Για να δουλέψουν οι μηχανές, να γυρίσει η εξουσία τη ρόδα. Με νύχια γαμψά πάνω στη φύση. Στο μεταίχμιο τούτο της παρακμής.

 

Μασούσε το ψωμοτύρι αργά, λες και μιλούσε σ’ αυτό και ζητούσε μια κάποια συναίνεση, που το ανακατεύει με σάλιο, το λιώνει στα δόντια και τη γλώσσα του να το ετοιμάσει για το στομάχι, να το κάνει ενέργεια το σώμα του για να ζήσει.

  

ΣΗΜ. Το κείμενο γράφτηκε το 2021. Αφορμή και έμπνευσή του, αυτοί και αυτές που πολεμάνε, χρόνια τώρα, με τις φωτιές. Είτε πάνω σε τρακτέρ και άλλα μηχανήματα είτε πεζοί με αξίνες και φτυάρια. Την ώρα που οι άλλοι φωτογραφίζουμε τρομαγμένοι τις φλόγες ή κάνουμε προσευχές να πέσει ο αέρας.  

 

ΦΩΤ (από το διαδίκτυο): Άντρας δασοπυροσβέστης (φωτιά στην Πεντέλη 2022), η εθελόντρια δασοπυροσβέστης, Κατερίνα Ιωαννίδου (Ανάβυσσος 2020)

 

Ελένη Γούλα

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο