νικοτίνη

 Έχεις δει τη νικοτίνη; την έχεις πιάσει με το βρεμένο σφουγγαρόπανο στα χέρια σου; την έχεις δει πώς γλιστράει από τον τοίχο που τον έβαψες κάποτε, μέρες και νύχτες μοχθώντας με πλαστικό χρώμα για να πλένεται;

Ακόμη καπνίζαμε παντού ελεύθερα. Ακόμη και στις κρεβατοκάμαρες. Ακόμη και δίπλα στο μικρό μας παιδί που έπαθε δύσπνοια. Με ένα τσιγάρο στο χέρι έδειχνες μαγκιά.

Αργότερα, πρώτη φορά στο εξωτερικό, μας φώναξαν για να μας κάνουν αυστηρή σύσταση. Υπήρχαν ανιχνευτές καπνού κι εμείς δεν το ξέραμε. Αντέδρασες στα σκληρά αγγλικά του μαιτρ και σηκώθηκες να φύγουμε. Μάζεφτα! Ήσουν αυταρχικός και παραξηγησιάρης, αλλά ο ξενοδόχος σε καλμάρισε. Έχουμε και δωμάτια καπνιζόντων, κύριε, αν θέλετε. Αρκούσε να μας το ζητήσετε. Με είχες κοιτάξει δολοφονικά, όμως δεν έφταιγα τόσο. Απλώς δεν είχα προσέξει τη σημείωση με τα φτωχά αγγλικά μου της ελληνικής επαρχίας.  

Δέχτηκες μουρτωμένος, όμως η μαγεία πια είχε χαθεί. Τσαφ! Είχε πετάξει. Και δεν ήξερα πώς να την φέρω πίσω, στα σεντόνια τα καινούρια, που ακόμη δεν είχαν υγρανθεί από το πάθος του έρωτά μας. Μόνο το πάθος. Ακόμη μόνο αυτή η τρελή μανία να χωθούμε ο ένας μέσα στον άλλον.

Άκου Ανθρωπάκο! Το μπουρδέλο! Η Γαβριέλα! Η Τέχνη της Φωτογραφίας! Η μεγάλη σειρά με τα αστυνομικά της Αγκάθα Κρίστι - αυτά ήταν της μαμάς, αλλά δεν είχε δική της βιβλιοθήκη - η Δομή μαζί με το λεξικό και τον τόμο της ζωγραφικής και η ποιητική ανθολογία του Πάπυρου και η Ανθολογία της Ρίτας Μπούμη -Παπά... κι άλλα πολλά, που τα βγάλαμε από τα ράφια κατακίτρινα. Οι σελίδες λεπτές και ξερές. Ιδίως στα βίπερ, δρχ 14. Τα δικά μου δείχνανε πιο καινούρια και όχι τόσο κίτρινα. Ιστορία του Ελληνικού έθνους, ιστορία της Ανθρωπότητος, Homo Sapiens, το Παγκόσμιο Βιογραφικό λεξικό και άπειρα, λογοτεχνικά. Ένα ολόκληρο ράφι 80 εκ. το Κ. ένα ολόκληρο ράφι το Σ. Κυρίως ο Σεφέρης. Όλα τα έργα του ακόμη και οι έξι νύχτες στην Ακρόπολη - πόσο αδύναμο! - και μελέτες για τον ποιητή και σχόλια και αναλύσεις...

Φέραμε τον ατμό, μαζέψαμε πανιά, τρίψαμε τους τοίχους. Αλλάζαμε κάθε τόσο το νερό στη λεκανίτσα που γινόταν κατακίτρινο...

Αυτούς τους χάρτες θα τους πετάξω, είπες. Έχουν αλλάξει τα σύνορα. Δεν υπάρχει ούτε η ΕΣΣΔ ούτε η Ενωμένη Γιουγκοσλαβία. Επίσης εδώ είναι η Βόρεια Μακεδονία πια... Και τους οδηγούς της Αθήνας και της Ελλάδας κι αυτούς να τους πετάξουμε. Τώρα έχουμε το gps.

Να βρούμε ένα κάδο μόνο για χαρτί, επέμενα. Έχω κι εγώ εδώ τόσες σημειώσεις. Όλα αυτά τα ντοσιέ. Και τα φροντιστηριακά βιβλία πρέπει να τα δώσω. Θα τα πάω στο Δήμο. Έχουν εκεί μια βιβλιοθήκη και τα δέχονται μου είπαν. Παίρνουν και τα σχολικά. Πηγαίνουν γονείς και ζητούν για τα παιδιά τους... Μήπως να δίναμε και τη Δομή; Αλλά ποιος ψάχνει πια στη Δομή... Έχουμε τη βικιπαίδια και τόσα άλλα διαδικτυακά εργαλεία...

 Μαζέψαμε στοίβες. Τις απλώσαμε στο σαλόνι. Ανάψαμε το αιρ κοντίσιον και κάτσαμε στα πλακάκια. Βάλαμε και ένα τσίπουρο στο γυάλινο ποτήρι. Δεν κρυώνει πια η κοιλιά μου. Μπορώ και περπατάω ξυπόλυτη κάθομαι στο μάρμαρο. Δεν θα με πονέσει τίποτα. Εδώ και μια δεκαετία σχεδόν δεν έχω περίοδο. Και κείνη η κάψα κι αυτή έφυγε μαζί με το αίμα. Κάθομαι τώρα και χαζεύω τις στοίβες. Ιστορία της τέχνης, ιστορία του Ανθρώπου, το βιβλίο των θρησκειών, τα μεγάλα μουσεία του κόσμου, Ρώμη, Άμστερνταμ, Φλωρεντία, Ουάσιγκτον... Εδώ τα μικρά βιβλιαράκια με τους ζωγράφους. Να ο Γκωγκέν και ο Κλιμτ και ο Γκόγια. Πότε ήταν που πήγαμε στο Πράδο... με γκρουπ. Τρέχοντας. Δεν είχα προλάβει να διαβάσω ούτε για τον Γκογκέν ούτε για τον Γκόγια τότε. Είχα τη δουλειά, το παιδί, υποχρεώσεις για τους γονείς, που ακόμη ζητούσαν, όλο ζητούσαν, είχα κι εγώ τόσες δικές μου, κατάδικές μου ανάγκες, ανάγκες της ύπαρξης και της φύσης που με τραβούσαν πότε από δω πότε από κει... Θυμάμαι όμως, είχαμε σταθεί μπροστά στον πίνακα, η ξεναγός, μας σχολίασε τον θαρραλέο στρατιώτη απέναντι στο απόσπασμα και το φως, το κίτρινο φως πάνω του.  Από τότε μελέτησα εκτός από το φωτεινό πρόσωπο, τα σηκωμένα χέρια, την έκφραση της τόλμης και της αποφασιστικότητας και να τώρα η ζωή του ζωγράφου εδώ στο μικρό βιβλιαράκι και η ιστορία του πίνακα και η ιστορία της Ισπανίας στα αγγλικά. Έχω άγνωστες λέξεις, ούτε αγγλικά κατάφερα να μάθω καλά, παρόλες τις προσπάθειες, είναι μερικοί που δεν μπορούν να μάθουν ξένες γλώσσες, να όπως ο Τσίπρας αλλά εδώ έχω το λεξικό στον γκούγλη, με το ανοιχτό αιρ κοντίσιον και το δροσερό σαλόνι καθισμένη κάτω στα πλακάκια.

Το πρόβλημα πια είναι ο χρόνος και η ενέργεια. Όχι γιατί δουλεύω ή τρέχουν υποχρεώσεις, αλλά γιατί στατιστικά το τέλος της φυσικής ύπαρξης όλο και πλησιάζει. Μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, ενώ πολλά, πάρα πολλά από τα εγκεφαλικά μου κύτταρα έχουν ήδη πεθάνει. Η μνήμη κάθε μέρα γίνεται και πιο δύσκολη. Γυρίζω και ξαναγυρίζω στην προηγούμενη σελίδα για να αποδώσω το νόημα κάποιας πηγής, ψάχνω λέξεις και είναι σαν να τις τραβάω από κάπου όπου στοιβάζονται μπλεγμένες και ανακατωμένες. Να το αγκιστράκι, λίγο αυτό που προεξέχει, νομίζω αυτή οδηγεί στην ακρίβεια αυτού που θέλω να πω, να γράψω, να εκθέσω...

Τίποτα από αυτές τις δυσκολίες δεν μου είχαν πει, δεν με είχαν προετοιμάσει, όταν ήταν καιρός, να αλλάξω ρότα, να βάλω το μυαλό μου σε άλλα κανάλια να δουλεύει. Σε κανάλια που ξεκινούσαν από μέσα, από τα βαθιά. Να μην αναλώνομαι- ώρες, μήνες, χρόνια, ενέργεια, πόση πολλή ενέργεια - σε αλλότρια. Να μη συνηθίζω στο φτηνό, να μην αναπαράγω το λίγο, το μέτριο. Μου είπε αυτό, με κοίταξε έτσι, θέλει αυτός αυτή αυτό...

Μόνο τότε σε κείνο το σοκ, ήταν που κάτι υποψιάστηκα και δοκίμασα πρώτη φορά μια κάποια στροφή.

Ήμουν, νομίζω ερωτευμένη μαζί του. Με το πλατωνικό όμως υπέροχο αίσθημα του νέου κοριτσιού απέναντι σε έναν μεγαλύτερο άντρα που κάνει πράγματα στα μάτια του σπουδαία. Καμιά σχέση με σωματική επαφή, καμιά σχέση με σεξουαλικό υποννοούμενο. Ναι, τώρα ξέρω και μπορώ να το βεβαιώσω. Πόσο σπουδαίος ήταν γιατί είχε σταθεί εκεί στο ύψος που τον είχα βάλει. Εκεί που το  είχα ανάγκη. Και όταν αρρώστησε και θα έφευγε, προτού φτάσει σε μια ηλικία που κάπως αναμένει κανείς τον  θάνατο, και πριν προλάβει θεέ μου, προτού προλάβει γαμώτο, με φώναξε. Εμένα κι ενώ κανένας δεν ήθελε να τον δει, έτσι που είχε σωθεί, έτσι που τον είχε φάει η αρρώστεια, για να μου δώσει παραγγελίες. Θέλω να γράψεις αυτό που δεν πρόλαβα.

Γύρισα σπίτι μου κλαίγοντας δυνατά. Περπατούσα και δεν έβλεπα αν ήταν πλακάκια ή χώμα ή μόνο χορτάρια κομμένα με το μηχάνημα αυτά που πατούσα. Γαμώτο! Δε σε περιμένει ο καιρός! Γαμώτο δεν μπορείς να κανονίζεις εσύ. Να λες έχω χρόνο, να αναβάλλεις, όλο να αναβάλλεις για αργότερα. Στρώσε τον κώλο σου τώρα! όχι αύριο. Παράτα όλες τις μικροβλακείες, τα ασήμαντα, τα ανόητα. Τρέξε, πήδα, κολύμπα! Ό,τι έχεις σκοπό, ό,τι νομίζεις πως είναι ο προορισμός σου σε τούτη τη ζωή, ό,τι γουστάρεις πολύ. Μην κωλώνεις γαμώτο από τις δυσκολίες, μην το αφήνεις για αύριο, μη φοβάσαι να το κοιτάξεις ίσια στο σκοτεινό του βάθος - κοίτα τι μας περιμένει όλους, κοίτα αυτόν τον υπέροχο άντρα πώς τον έλιωσε η αρρώστεια - κόψε κομμάτια από ό,τι γουστάρεις πολύ, από ό,τι λίγο σε φέρνει στο μέσα σου. Όσο μπορέσεις, όσο φτάσεις. Θα το έχεις παλέψει όμως! Θα το έχεις προσπαθήσει με ψυχή και μυαλό.

Ελένη Γούλα 

φωτ. Βλάσης Φρυσίρας, "προβληματισμός"

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

πράγματα

"κέρβερος"

Κάτω απ’ το Σάος, το φεγγάρι