Εγώ εκεί ποτέ! ποτέ!

 



Έσφιγγε τα δόντια. Τον έβλεπα. Είχε κοκκινίσει το μέτωπό του. Κάτασπρα μάγουλα. Χλωμά.

 Έβαλε δύναμη, όση δύναμη είχε κι έσπρωξε το καρότσι να κυλήσει πιο πέρα.

-Εγώ σ’ αυτό ποτέ! είπε.

Το είχα δανειστεί όταν μας διώξανε από το νοσοκομείο. Αν δεν κάνει τη θεραπεία, πρέπει να αδειάσει το κρεβάτι, μας είχαν ξεκαθαρίσει κι εμείς πληρώσαμε ασθενοφόρο και μας έφερε στο σπίτι.

Έβαλα το δανεικό καρότσι στην κρεβατοκάμαρα, όμως εκείνος ήταν ανένδοτος.

- Όχι! Δεν το θέλω το καρότσι, επέμενε και σηκώθηκε μοναχός του, τρικλίζοντας. Ούτε εγώ τον βοήθησα. Κρατιόταν από τους τοίχους, τις καρέκλες, τη βιβλιοθήκη. Όρθιος όμως. Βγήκε κι έκατσε στη βεράντα. Ήταν η τελευταία φορά.

Κείνος ο άντρας, ο λεβένταρος, από 18 χρονών μαζί και έτσι μπαμ! Τον ρήμαξε. Στο τελευταίο στάδιο. Τίποτα! Τίποτα. Τόσοι γιατροί, τόσα φάρμακα, τόση επιστήμη. Αφού δεν παίρνει γιατρειά, αφού δε θα σηκωθεί να περπατήσει, να ζήσει όπως του αρέσει, θα έπρεπε να τους βοηθάνε να φεύγουν ήσυχα. Μια αγωγή θανάτου.

- Εγώ, σ’ αυτό ποτέ! Η ζωή είναι μεγάλη πουτάνα. Η μεγαλύτερη! Μεγάλη πουτάνα η ζωή.

Νόμιζα ότι είχαμε λεφτά για ένα δύσκολο. Παπαριές είχαμε. Τόσα χιλιάρικα! Ούτε κατάλαβα πότε τελείωσαν. Και είμαστε στο δημόσιο. Αλλά δε μπορείς να φανταστείς το παρακύκλωμα. Εκμεταλλεύονται την απελπισία σου και σου πουλάνε ελπίδες. Χάπια, ειδικοί... Στο τέλος βγήκα με ένα χρέος τεράστιο. Δυσκολευόμουν να πάρω ένα σακουλάκι φακές.

Δεν σέβονται τίποτα. Εκμεταλλεύονται την αρρώστια! τη δυστυχία! τον πόνο! Μια μπίζνα χωρίς έλεος. Γι αυτό σου λέω. Η επιστήμη παρατείνει μια ζωή χωρίς αξιοπρέπεια. Οι γιατροί επιμένουν να αγωνίζονται όσο η καρδιά χτυπάει κι ας έχουν καταστραφεί όλα τα άλλα. Λες και φοβούνται τον Θεό. Είμαι πολύ μικρός εγώ για να απαντήσω στην ερώτησή σας κυρία μου. Στο γιατί υποφέρουμε τόσο. Εμείς μόνο να παρατείνουμε τη ζωή μπορούμε. Ακόμη και όταν είναι καταδικασμένη.

Όμως εγώ, δεν συμφωνώ. Τα έχουμε ξαναπεί αυτά. Και τώρα σου ζητάω να με βοηθήσεις. Κοίτα έχω φτιάξει το χαρτί. Ξέρω τι χρειάζεται. Δεν θα κινδυνεύσεις. Θα φανεί ότι το έκανα εγώ. Τα γράφω όλα εδώ. Έχω την υπογραφή μου, είναι χειρόγραφο, ο γραφικός μου χαρακτήρας, όλα εντάξει. Σου ζητάω να κάνεις μια πράξη αγάπης. Εσύ που λες ότι αγαπάς τους ανθρώπους. Εσύ που γράφεις ότι έχουμε δικαίωμα στη ζωή και στον θάνατό μας.

Ήταν φίλη μου. Δεν βλεπόμαστε καθημερινά. Δεν ήταν από κείνες τις σχέσεις που μοιράζεσαι όλες τις εμπειρίες, εξαρτάς τις μέρες και το προσωπικό σου πρόγραμμα.

Δε μπορώ μόνη μου να κάνω την ένεση, εξηγούσε. Έχω δοκιμάσει, αλλά δεν μπορώ. Το μόνο που σου ζητάω είναι να τρυπήσεις το χέρι μου. Μετά θα σκουπίσεις τη σύριγγα και θα βάλω εγώ τα δικά μου δάχτυλα. Θα σκουπίσεις και όλα τα αποτυπώματα στο σπίτι μου. Θέλω να έρθεις και να μου κάνεις αυτή τη χάρη.

Μα τι λες! Ξέρεις τι λες! Πώς θα το κάνω αυτό;

Έχω περάσει την αρρώστια του Κώστα. Δε μπορώ να το υποστώ. Ούτε θέλω τα παιδιά μου να βασανιστούν, να ξοδέψουν όλα τα λεφτά που μαζέψαμε με τόσο κόπο για να ζήσω πέντε μήνες μέσα στους πόνους. Δε θέλω φιλενάδα. Δεν έχω το δικαίωμα να το αποφασίσω; Πες μου. Δεν έχω αυτό το δικαίωμα; Θα σου δείξω τις εξετάσεις, αν θες πάμε και μαζί στο γιατρό. Δεν είναι ένας την έχω διασταυρώσει την ετυμηγορία. Φιλενάδα άκου! Όταν ήμουν μικρή ονειρευόμουνα οικογένεια. Δυο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι ήθελα. Επίσης ήθελα να έχω δικό μου μαγαζί, να δω το Βόριο Σέλας και να μένω σε ένα σπίτι με κήπο. Όλα αυτά τα κατάφερα. Τον Νοέμβριο που μας πέρασε, μόλις βγήκε η διάγνωση, ταξίδεψα στην Ισλανδία και είδα το Βόριο Σέλας. Μπορεί να μου πεις ότι με χρειάζονται τα παιδιά μου. Ναι με χρειάζονται αλλά γερή. Όχι να τρέχουν στα νοσοκομεία. Στα δημόσια παστωμένοι οι ασθενείς λες και είναι ζώα και στα ιδιωτικά μέρα και χιλιάρικο. Κι αν είχα προοπτική να γίνω καλά, σύμφωνοι. Και το σπίτι μου θα το πουλούσα. Αλλά δεν έχω καμιά ελπίδα φιλενάδα. Τίποτα. Η μόνη σκέψη που κάνω είναι τώρα να επιλέξω τον θάνατό μου.

Εσύ θα το έκανες για μένα;

Την κοίταζα μέσα στα μάτια. Είχα τρομάξει πολύ. Τι μου ζητούσε; Τι ήθελε να κάνω; Ονόμαζε πράξη αγάπης τον φόνο; Μια ένεση για να πάψει αυτή να βασανίζεται και να γίνει η δική μου η ζωή κόλαση;

Πέρασε η σκιά. Την είδα. Μια στιγμή ελάχιστη. Πώς να κρυφτείς από τα μάτια; Όσο κι αν έλεγχε τα λόγια της, εκείνη τη σκιά όμως εγώ την είδα. Είμαι ακόμη και τώρα σίγουρη ότι την είδα.

Ναι! Ρε! Θα το έκανα! Αν με φώναζες έτσι και με παρακαλούσες, αν είχες κι εσύ περάσει όσα πέρασα με τον Κώστα, αν ένιωθες ότι όσα ήθελες στη ζωή τα πέτυχες, τα έφτασες, ότι η ζωή από δω και πέρα θα είναι πόνος και μαρτύριο!

Δυνατή η φωνή της, καθαρή. Εγώ δεν είχα λόγο σαν τον δικό της. Δεν ήμουν καν ετοιμόλογη όπως αυτή. Η καρδιά μου χτυπούσε παράξενα. Σα να έκανε διακοπές. Σα να ζοριζότανε στην ανηφόρα και δεν ήθελε να χτυπάει εδώ μέσα. Στο σπίτι της φιλενάδας μου, αυτό με τον κήπο, τη μεζονέτα με τη μίνιμαλ επίπλωση. Τι να την κάνει κανείς την επίπλωση; Τα ντιζαινάτα κομμάτια, την αισθητική τελειότητα. Ένα καλύβι, μια χαμοκέλα και μια κούπα τσάι αρκούν στον άνθρωπο.

Δε μπορώ Βούλα. Δε γίνεται.

Ούτε που την κοίταξα άλλο. Ούτε που είπα τίποτα. Μόνο ακούμπησα τον ώμο της. Αυτό τον ώμο που γύμναζε και μάλαζε με μασάζ για να αντέχει τα βάρη της ζωής. Για το θάνατο όμως πώς να ετοιμαστεί κανείς;

Γύρισα στο δικό μου σπίτι με τα πόδια. Πόση ώρα περπατούσα ούτε που κατάλαβα. Ανάμεσα από πολυκατοικίες, πάρκα, χαλασμένα πεζοδρόμια, βουνά σκουπίδια στους κάδους απορριμμάτων, ιδίως σ’ αυτούς τους μπλε κάδους που βρωμούσαν και έζεχναν. Νομίζω δεν έβλεπα, μύριζα όμως. Πώς μπορεί κανείς να απαρνηθεί αυτές τις μυρωδιές. Τις άσχημες οσμές που του χτυπάνε τη μύτη, πιάνεται η αναπνοή του, θυμώνει με τους κάφρους που δε μπορούν να ξεχωρίσουν τα ανακυκλώσιμα σκουπίδια από τα άλλα. Που πετάνε τη συσκευασία του γιαουρτιού με υπολείμματα μέσα ή που μαζί ρίχνουν παλιά παπούτσια και ρούχα σκισμένα. Να αφήσει κανείς τούτη την αηδία μαζί και το σιχτίρι στους άλλους, σ’ αυτούς που δε ζητούν να γλιτώσουν με μια ένεση, αλλά στοιβάζονται στους θαλάμους και στα ιδιωτικά ιατρεία και στις κλινικές και χώνουν τα τελευταία τους χρήματα στην τσέπη του γιατρού και φωνάζουν με όση δύναμη είναι μέσα στο άρρωστο σώμα τους και αν δεν έχουν φωνή, γουρλώνουν τα μάτια αν είναι δυνατόν, αν γίνεται να παρατείνουν έστω μισό δευτερόλεπτο αυτή τη ματιά, το ελάχιστο κοίταγμα, ακόμη λίγο… κι ας είναι σκουπιδαριό, κι ας είναι λάσπη και λίγδα και γκρίνια και βαρυγκόμια… λίγο ακόμη την ανάσα, λίγο ακόμη τούτη τη μυρωδιά της ζωής που κυλάει και φεύγει και χάνεται και δεν ξαναγυρίζει. Μα πώς είναι δυνατόν να θέλει να τη σκοτώσω, εγώ που ούτε μια σφαλιάρα δε μπορώ να ρίξω στο καθίκι τον τσόγλανο που ήρθε και μου ξάφρισε τα χρυσαφικά μου.    

 Περάσανε μέρες και δεν την πήρα ούτε ένα τηλέφωνο. Ήθελα να μάθω τι κάνει αλλά δε μπορούσα να την ακούσω μετά από κείνη την παράλογη απαίτησή της.

Ναι θα το έκανα ρε! Αλλά η σκιά στο μέσα του ματιού της, όχι μου έλεγε. Εκ του ασφαλούς μιλούσε και μου ζητούσε και ωρυότανε κιόλας στο τέλος. Γαμήσου κι εσύ και οι αγάπες σου. Να τις βράσω τις μελό ιστορίες σου. Μια δειλή είσαι. Δειλή και φοβιτσιάρα. Μην ξανάρθεις μυξοκλαίγοντας.

Δεν πήγα, ούτε τηλεφώνησα. Άκουσα όμως – κοινούς γνωστούς είχαμε, στην ίδια πόλη ζούσαμε – ότι πούλησε το μαγαζί μαζί με όλο το εμπόρευμα. Ένας δικηγόρος, μου είπαν, έκανε όλες τις διαδικασίες. Η ίδια ούτε εμφανίστηκε ούτε την είδε κανείς.

Καλά να είναι; Ρώτησα τον κοινό γνωστό, ευτυχώς στο τηλέφωνο μιλούσαμε, δεν μπορούσε να με δει, μόνο τη φωνή μου, που βράχνιασε.  

Ποιος την ξέρει… λες και η απάντηση πέρασε τις εποχές και τους καιρούς. Όταν ακόμη τίποτα δεν ξέραμε από τη ζωή και τον θάνατο. Και εννοούσε, τι να έχει στο μυαλό της, κανείς δεν ήξερε να πει. Ούτε κι εγώ μαρτύρησα τίποτα, ανήσυχη και μπερδεμένη ακόμη. Μα πώς είναι δυνατόν να συμπράξω σε μια αυτοκτονία έστω κι αν ονομάζεται ευθανασία, σκεφτόμουνα μέρα νύχτα και δεν κοιμόμουνα καλά μόνο μέσα στη νύχτα ξυπνούσα και φανταζόμουν ότι κι εγώ αρρωσταίνω βαριά και είναι να πεθάνω και δε θέλω, όχι δε θέλω. Μόνο να ζήσω λαχταράω. Να ζήσω ακόμη λίγο, έχω τόσα να κάμω ακόμη, τίποτα δεν τελείωσα. Ούτε δυο παιδιά γέννησα ούτε μυθιστορήματα μπεστ σέλερ έγραψα ούτε ακόμη τη Νέα Υόρκη ούτε την Κωνσταντινούπολη, ούτε τις Πυραμίδες…

Πεταγόμουν από το κρεβάτι, έτρεχα στον υπολογιστή, μετρούσα τις λέξεις στο παλιό χιλιοσβησμένο μυθιστόρημα αυτό που πάλευα να γράψω εδώ και είκοσι τόσα χρόνια.

Πρέπει να το τελειώσω. Να πω αυτά που θέλω να πω, να βρω εκδότη, να ετοιμάσω και όλα τα απαραίτητα, να στείλω περιλήψεις…

Μετά έμπαινα στην τράπεζα, μόνο τόσα λίγα χρήματα ακόμη δεν μπορώ να ταξιδέψω, να προγραμματίσω την πτήση, να βρω ξενοδοχείο…

Μούσκεμα στον ιδρώτα. Η ζωή δε μου φτάνει πώς να γίνει τώρα, δεν έχω δύναμη αρκετή, χρόνο ούτε χρήματα… όμως είμαι γερή. Ακόμη γερή αλλά ως πότε…

Το απόγευμα ήρθε ο κούριερ. Έχετε ένα γράμμα. Το άνοιξα. Από τη Βούλα. Έδωσα ένα ολόκληρο δεκάευρο στο παιδί. Ό,τι έπιασα στο πορτοφόλι μου και σωριάστηκα. Μια καρέκλα κοντά στην είσοδο. Μάλλον για να ακουμπάει το κορμί όταν παραλύει από τέτοια νέα. Γι αυτό οι καρέκλες στην είσοδο των σπιτιών. Στις μπασίες.

Δεν τόλμησες. Αλλά όταν το λάβεις αυτό…

Έτρεξα. Έτσι όπως ήμουν. Μόνο παπούτσια να βάλω. Στο δρόμο, μέσα στο ταξί είδα ότι φορούσα την παλιά μου φόρμα και το φούτερ με την κουκούλα. Είχα και την τσάντα μου τη μεγάλη όπου ευτυχώς έχωσα κλειδιά, κινητό και πορτοφόλι. Μαζί και τον ανοιγμένο φάκελο με το κλειδί.

Τη βρήκα στον καναπέ. Πολύ αδύναμη, ακόμη όμως ζούσε και ο λόγος της καθαρός, οι λέξεις ολόκληρες, η μία δίπλα στην άλλη.

Θα πεθάνω είπε. Ήρθες νωρίτερα από ό,τι περίμενα. Νιώθω μεγάλη εξάντληση όμως μπορώ να σου πω ότι δεν μετανιώνω. Κατάφερα και το έκανα μόνη μου. Ίσως είχες δίκιο. Γι αυτό και σου έστειλα το γράμμα με τον κούριερ. Για να μη βασανίζεσαι. Πάνω στην απελπισία μου, ήθελα να μεταθέσω την ευθύνη.

Κοίταζα τα μάτια της. Έψαχνα τη σκιά, ή τη σπίθα ή κάτι να με οδηγήσει πάλι, αυτή τη στιγμή. Θολό τοπίο τα μάτια, μακριά. Φεύγαν. Βούλα!!!!!!!!!

Έβγαλα το τηλέφωνό μου. Να ειδοποιήσω ασθενοφόρο. Θυμήθηκα τη Μίνα. Ευτυχώς ήταν κοντά.

Θα πρέπει να έρθει η αστυνομία. Δεν μπορώ εγώ να υπογράψω. Με πήρε παράμερα. Λες και θα άκουγε η νεκρή.

Θες να μου πεις τι έγινε; Είσαι μπλεγμένη;  Η αστυνομία θα σκαλίσει. Πώς βρέθηκες εδώ; Θα μάθαιναν οπωσδήποτε για τον κούριερ. Έπρεπε να πω για το κλειδί.

Γιατί διάλεξε εσένα;

Με πήραν στην ασφάλεια. Με ανακρίνανε. Αναγκάστηκα να μιλήσω για την πρότασή της. Την άρνησή μου. Όλα τα ξέρασα. Τίποτα δεν κατάφερα να κρατήσω για μένα ή έστω για κείνη. Σύρθηκε η επιθυμία της στους υγρούς διαδρόμους του αστυνομικού τμήματος. Μέσα στο δωμάτιο του ανακριτή, ένας γκριζομάλλης με γαλανά μάτια. Γιατί διάλεξε εσάς

Ελένη Γούλα

Δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Χάρτης: https://www.hartismag.gr/hartis-62/poiisi-kai-pezografia/eghw-ekei-pote-pote?fbclid=IwAR0bRJn9ZPk_f_Y7iTTDgbyWTkqid241zJi8ka0lvaXgjyv9x5OTSFYHh_4# 

 

Έσφιγγε τα δόντια. Τον έβλεπα. Είχε κοκκινίσει το μέτωπό του. Κάτασπρα μάγουλα. Χλωμά.

Έσφιγγε τα δόντια. Τον έβλεπα. Είχε κοκκινίσει το μέτωπό του. Κάτασπρα μάγουλα. Χλωμά.

 Έβαλε δύναμη, όση δύναμη είχε κι έσπρωξε το καρότσι να κυλήσει πιο πέρα.

-Εγώ σ’ αυτό ποτέ! είπε.

Το είχα δανειστεί όταν μας διώξανε από το νοσοκομείο. Αν δεν κάνει τη θεραπεία, πρέπει να αδειάσει το κρεβάτι, μας είχαν ξεκαθαρίσει κι εμείς πληρώσαμε ασθενοφόρο και μας έφερε στο σπίτι.

Έβαλα το δανεικό καρότσι στην κρεβατοκάμαρα, όμως εκείνος ήταν ανένδοτος.

- Όχι! Δεν το θέλω το καρότσι, επέμενε και σηκώθηκε μοναχός του, τρικλίζοντας. Ούτε εγώ τον βοήθησα. Κρατιόταν από τους τοίχους, τις καρέκλες, τη βιβλιοθήκη. Όρθιος όμως. Βγήκε κι έκατσε στη βεράντα. Ήταν η τελευταία φορά.

Κείνος ο άντρας, ο λεβένταρος, από 18 χρονών μαζί και έτσι μπαμ! Τον ρήμαξε. Στο τελευταίο στάδιο. Τίποτα! Τίποτα. Τόσοι γιατροί, τόσα φάρμακα, τόση επιστήμη. Αφού δεν παίρνει γιατρειά, αφού δε θα σηκωθεί να περπατήσει, να ζήσει όπως του αρέσει, θα έπρεπε να τους βοηθάνε να φεύγουν ήσυχα. Μια αγωγή θανάτου.

- Εγώ, σ’ αυτό ποτέ! Η ζωή είναι μεγάλη πουτάνα. Η μεγαλύτερη! Μεγάλη πουτάνα η ζωή.

Νόμιζα ότι είχαμε λεφτά για ένα δύσκολο. Παπαριές είχαμε. Τόσα χιλιάρικα! Ούτε κατάλαβα πότε τελείωσαν. Και είμαστε στο δημόσιο. Αλλά δε μπορείς να φανταστείς το παρακύκλωμα. Εκμεταλλεύονται την απελπισία σου και σου πουλάνε ελπίδες. Χάπια, ειδικοί... Στο τέλος βγήκα με ένα χρέος τεράστιο. Δυσκολευόμουν να πάρω ένα σακουλάκι φακές.

Δεν σέβονται τίποτα. Εκμεταλλεύονται την αρρώστια! τη δυστυχία! τον πόνο! Μια μπίζνα χωρίς έλεος. Γι αυτό σου λέω. Η επιστήμη παρατείνει μια ζωή χωρίς αξιοπρέπεια. Οι γιατροί επιμένουν να αγωνίζονται όσο η καρδιά χτυπάει κι ας έχουν καταστραφεί όλα τα άλλα. Λες και φοβούνται τον Θεό. Είμαι πολύ μικρός εγώ για να απαντήσω στην ερώτησή σας κυρία μου. Στο γιατί υποφέρουμε τόσο. Εμείς μόνο να παρατείνουμε τη ζωή μπορούμε. Ακόμη και όταν είναι καταδικασμένη.

Όμως εγώ, δεν συμφωνώ. Τα έχουμε ξαναπεί αυτά. Και τώρα σου ζητάω να με βοηθήσεις. Κοίτα έχω φτιάξει το χαρτί. Ξέρω τι χρειάζεται. Δεν θα κινδυνεύσεις. Θα φανεί ότι το έκανα εγώ. Τα γράφω όλα εδώ. Έχω την υπογραφή μου, είναι χειρόγραφο, ο γραφικός μου χαρακτήρας, όλα εντάξει. Σου ζητάω να κάνεις μια πράξη αγάπης. Εσύ που λες ότι αγαπάς τους ανθρώπους. Εσύ που γράφεις ότι έχουμε δικαίωμα στη ζωή και στον θάνατό μας.

Ήταν φίλη μου. Δεν βλεπόμαστε καθημερινά. Δεν ήταν από κείνες τις σχέσεις που μοιράζεσαι όλες τις εμπειρίες, εξαρτάς τις μέρες και το προσωπικό σου πρόγραμμα.

Δε μπορώ μόνη μου να κάνω την ένεση, εξηγούσε. Έχω δοκιμάσει, αλλά δεν μπορώ. Το μόνο που σου ζητάω είναι να τρυπήσεις το χέρι μου. Μετά θα σκουπίσεις τη σύριγγα και θα βάλω εγώ τα δικά μου δάχτυλα. Θα σκουπίσεις και όλα τα αποτυπώματα στο σπίτι μου. Θέλω να έρθεις και να μου κάνεις αυτή τη χάρη.

Μα τι λες! Ξέρεις τι λες! Πώς θα το κάνω αυτό;

Έχω περάσει την αρρώστια του Κώστα. Δε μπορώ να το υποστώ. Ούτε θέλω τα παιδιά μου να βασανιστούν, να ξοδέψουν όλα τα λεφτά που μαζέψαμε με τόσο κόπο για να ζήσω πέντε μήνες μέσα στους πόνους. Δε θέλω φιλενάδα. Δεν έχω το δικαίωμα να το αποφασίσω; Πες μου. Δεν έχω αυτό το δικαίωμα; Θα σου δείξω τις εξετάσεις, αν θες πάμε και μαζί στο γιατρό. Δεν είναι ένας την έχω διασταυρώσει την ετυμηγορία. Φιλενάδα άκου! Όταν ήμουν μικρή ονειρευόμουνα οικογένεια. Δυο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι ήθελα. Επίσης ήθελα να έχω δικό μου μαγαζί, να δω το Βόριο Σέλας και να μένω σε ένα σπίτι με κήπο. Όλα αυτά τα κατάφερα. Τον Νοέμβριο που μας πέρασε, μόλις βγήκε η διάγνωση, ταξίδεψα στην Ισλανδία και είδα το Βόριο Σέλας. Μπορεί να μου πεις ότι με χρειάζονται τα παιδιά μου. Ναι με χρειάζονται αλλά γερή. Όχι να τρέχουν στα νοσοκομεία. Στα δημόσια παστωμένοι οι ασθενείς λες και είναι ζώα και στα ιδιωτικά μέρα και χιλιάρικο. Κι αν είχα προοπτική να γίνω καλά, σύμφωνοι. Και το σπίτι μου θα το πουλούσα. Αλλά δεν έχω καμιά ελπίδα φιλενάδα. Τίποτα. Η μόνη σκέψη που κάνω είναι τώρα να επιλέξω τον θάνατό μου.

Εσύ θα το έκανες για μένα;

Την κοίταζα μέσα στα μάτια. Είχα τρομάξει πολύ. Τι μου ζητούσε; Τι ήθελε να κάνω; Ονόμαζε πράξη αγάπης τον φόνο; Μια ένεση για να πάψει αυτή να βασανίζεται και να γίνει η δική μου η ζωή κόλαση;

Πέρασε η σκιά. Την είδα. Μια στιγμή ελάχιστη. Πώς να κρυφτείς από τα μάτια; Όσο κι αν έλεγχε τα λόγια της, εκείνη τη σκιά όμως εγώ την είδα. Είμαι ακόμη και τώρα σίγουρη ότι την είδα.

Ναι! Ρε! Θα το έκανα! Αν με φώναζες έτσι και με παρακαλούσες, αν είχες κι εσύ περάσει όσα πέρασα με τον Κώστα, αν ένιωθες ότι όσα ήθελες στη ζωή τα πέτυχες, τα έφτασες, ότι η ζωή από δω και πέρα θα είναι πόνος και μαρτύριο!

Δυνατή η φωνή της, καθαρή. Εγώ δεν είχα λόγο σαν τον δικό της. Δεν ήμουν καν ετοιμόλογη όπως αυτή. Η καρδιά μου χτυπούσε παράξενα. Σα να έκανε διακοπές. Σα να ζοριζότανε στην ανηφόρα και δεν ήθελε να χτυπάει εδώ μέσα. Στο σπίτι της φιλενάδας μου, αυτό με τον κήπο, τη μεζονέτα με τη μίνιμαλ επίπλωση. Τι να την κάνει κανείς την επίπλωση; Τα ντιζαινάτα κομμάτια, την αισθητική τελειότητα. Ένα καλύβι, μια χαμοκέλα και μια κούπα τσάι αρκούν στον άνθρωπο.

Δε μπορώ Βούλα. Δε γίνεται.

Ούτε που την κοίταξα άλλο. Ούτε που είπα τίποτα. Μόνο ακούμπησα τον ώμο της. Αυτό τον ώμο που γύμναζε και μάλαζε με μασάζ για να αντέχει τα βάρη της ζωής. Για το θάνατο όμως πώς να ετοιμαστεί κανείς;

Γύρισα στο δικό μου σπίτι με τα πόδια. Πόση ώρα περπατούσα ούτε που κατάλαβα. Ανάμεσα από πολυκατοικίες, πάρκα, χαλασμένα πεζοδρόμια, βουνά σκουπίδια στους κάδους απορριμμάτων, ιδίως σ’ αυτούς τους μπλε κάδους που βρωμούσαν και έζεχναν. Νομίζω δεν έβλεπα, μύριζα όμως. Πώς μπορεί κανείς να απαρνηθεί αυτές τις μυρωδιές. Τις άσχημες οσμές που του χτυπάνε τη μύτη, πιάνεται η αναπνοή του, θυμώνει με τους κάφρους που δε μπορούν να ξεχωρίσουν τα ανακυκλώσιμα σκουπίδια από τα άλλα. Που πετάνε τη συσκευασία του γιαουρτιού με υπολείμματα μέσα ή που μαζί ρίχνουν παλιά παπούτσια και ρούχα σκισμένα. Να αφήσει κανείς τούτη την αηδία μαζί και το σιχτίρι στους άλλους, σ’ αυτούς που δε ζητούν να γλιτώσουν με μια ένεση, αλλά στοιβάζονται στους θαλάμους και στα ιδιωτικά ιατρεία και στις κλινικές και χώνουν τα τελευταία τους χρήματα στην τσέπη του γιατρού και φωνάζουν με όση δύναμη είναι μέσα στο άρρωστο σώμα τους και αν δεν έχουν φωνή, γουρλώνουν τα μάτια αν είναι δυνατόν, αν γίνεται να παρατείνουν έστω μισό δευτερόλεπτο αυτή τη ματιά, το ελάχιστο κοίταγμα, ακόμη λίγο… κι ας είναι σκουπιδαριό, κι ας είναι λάσπη και λίγδα και γκρίνια και βαρυγκόμια… λίγο ακόμη την ανάσα, λίγο ακόμη τούτη τη μυρωδιά της ζωής που κυλάει και φεύγει και χάνεται και δεν ξαναγυρίζει. Μα πώς είναι δυνατόν να θέλει να τη σκοτώσω, εγώ που ούτε μια σφαλιάρα δε μπορώ να ρίξω στο καθίκι τον τσόγλανο που ήρθε και μου ξάφρισε τα χρυσαφικά μου.    

 Περάσανε μέρες και δεν την πήρα ούτε ένα τηλέφωνο. Ήθελα να μάθω τι κάνει αλλά δε μπορούσα να την ακούσω μετά από κείνη την παράλογη απαίτησή της.

Ναι θα το έκανα ρε! Αλλά η σκιά στο μέσα του ματιού της, όχι μου έλεγε. Εκ του ασφαλούς μιλούσε και μου ζητούσε και ωρυότανε κιόλας στο τέλος. Γαμήσου κι εσύ και οι αγάπες σου. Να τις βράσω τις μελό ιστορίες σου. Μια δειλή είσαι. Δειλή και φοβιτσιάρα. Μην ξανάρθεις μυξοκλαίγοντας.

Δεν πήγα, ούτε τηλεφώνησα. Άκουσα όμως – κοινούς γνωστούς είχαμε, στην ίδια πόλη ζούσαμε – ότι πούλησε το μαγαζί μαζί με όλο το εμπόρευμα. Ένας δικηγόρος, μου είπαν, έκανε όλες τις διαδικασίες. Η ίδια ούτε εμφανίστηκε ούτε την είδε κανείς.

Καλά να είναι; Ρώτησα τον κοινό γνωστό, ευτυχώς στο τηλέφωνο μιλούσαμε, δεν μπορούσε να με δει, μόνο τη φωνή μου, που βράχνιασε.  

Ποιος την ξέρει… λες και η απάντηση πέρασε τις εποχές και τους καιρούς. Όταν ακόμη τίποτα δεν ξέραμε από τη ζωή και τον θάνατο. Και εννοούσε, τι να έχει στο μυαλό της, κανείς δεν ήξερε να πει. Ούτε κι εγώ μαρτύρησα τίποτα, ανήσυχη και μπερδεμένη ακόμη. Μα πώς είναι δυνατόν να συμπράξω σε μια αυτοκτονία έστω κι αν ονομάζεται ευθανασία, σκεφτόμουνα μέρα νύχτα και δεν κοιμόμουνα καλά μόνο μέσα στη νύχτα ξυπνούσα και φανταζόμουν ότι κι εγώ αρρωσταίνω βαριά και είναι να πεθάνω και δε θέλω, όχι δε θέλω. Μόνο να ζήσω λαχταράω. Να ζήσω ακόμη λίγο, έχω τόσα να κάμω ακόμη, τίποτα δεν τελείωσα. Ούτε δυο παιδιά γέννησα ούτε μυθιστορήματα μπεστ σέλερ έγραψα ούτε ακόμη τη Νέα Υόρκη ούτε την Κωνσταντινούπολη, ούτε τις Πυραμίδες…

Πεταγόμουν από το κρεβάτι, έτρεχα στον υπολογιστή, μετρούσα τις λέξεις στο παλιό χιλιοσβησμένο μυθιστόρημα αυτό που πάλευα να γράψω εδώ και είκοσι τόσα χρόνια.

Πρέπει να το τελειώσω. Να πω αυτά που θέλω να πω, να βρω εκδότη, να ετοιμάσω και όλα τα απαραίτητα, να στείλω περιλήψεις…

Μετά έμπαινα στην τράπεζα, μόνο τόσα λίγα χρήματα ακόμη δεν μπορώ να ταξιδέψω, να προγραμματίσω την πτήση, να βρω ξενοδοχείο…

Μούσκεμα στον ιδρώτα. Η ζωή δε μου φτάνει πώς να γίνει τώρα, δεν έχω δύναμη αρκετή, χρόνο ούτε χρήματα… όμως είμαι γερή. Ακόμη γερή αλλά ως πότε…

Το απόγευμα ήρθε ο κούριερ. Έχετε ένα γράμμα. Το άνοιξα. Από τη Βούλα. Έδωσα ένα ολόκληρο δεκάευρο στο παιδί. Ό,τι έπιασα στο πορτοφόλι μου και σωριάστηκα. Μια καρέκλα κοντά στην είσοδο. Μάλλον για να ακουμπάει το κορμί όταν παραλύει από τέτοια νέα. Γι αυτό οι καρέκλες στην είσοδο των σπιτιών. Στις μπασίες.

Δεν τόλμησες. Αλλά όταν το λάβεις αυτό…

Έτρεξα. Έτσι όπως ήμουν. Μόνο παπούτσια να βάλω. Στο δρόμο, μέσα στο ταξί είδα ότι φορούσα την παλιά μου φόρμα και το φούτερ με την κουκούλα. Είχα και την τσάντα μου τη μεγάλη όπου ευτυχώς έχωσα κλειδιά, κινητό και πορτοφόλι. Μαζί και τον ανοιγμένο φάκελο με το κλειδί.

Τη βρήκα στον καναπέ. Πολύ αδύναμη, ακόμη όμως ζούσε και ο λόγος της καθαρός, οι λέξεις ολόκληρες, η μία δίπλα στην άλλη.

Θα πεθάνω είπε. Ήρθες νωρίτερα από ό,τι περίμενα. Νιώθω μεγάλη εξάντληση όμως μπορώ να σου πω ότι δεν μετανιώνω. Κατάφερα και το έκανα μόνη μου. Ίσως είχες δίκιο. Γι αυτό και σου έστειλα το γράμμα με τον κούριερ. Για να μη βασανίζεσαι. Πάνω στην απελπισία μου, ήθελα να μεταθέσω την ευθύνη.

Κοίταζα τα μάτια της. Έψαχνα τη σκιά, ή τη σπίθα ή κάτι να με οδηγήσει πάλι, αυτή τη στιγμή. Θολό τοπίο τα μάτια, μακριά. Φεύγαν. Βούλα!!!!!!!!!

Έβγαλα το τηλέφωνό μου. Να ειδοποιήσω ασθενοφόρο. Θυμήθηκα τη Μίνα. Ευτυχώς ήταν κοντά.

Θα πρέπει να έρθει η αστυνομία. Δεν μπορώ εγώ να υπογράψω. Με πήρε παράμερα. Λες και θα άκουγε η νεκρή.

Θες να μου πεις τι έγινε; Είσαι μπλεγμένη;  Η αστυνομία θα σκαλίσει. Πώς βρέθηκες εδώ; Θα μάθαιναν οπωσδήποτε για τον κούριερ. Έπρεπε να πω για το κλειδί.

Γιατί διάλεξε εσένα;

Με πήραν στην ασφάλεια. Με ανακρίνανε. Αναγκάστηκα να μιλήσω για την πρότασή της. Την άρνησή μου. Όλα τα ξέρασα. Τίποτα δεν κατάφερα να κρατήσω για μένα ή έστω για κείνη. Σύρθηκε η επιθυμία της στους υγρούς διαδρόμους του αστυνομικού τμήματος. Μέσα στο δωμάτιο του ανακριτή, ένας γκριζομάλλης με γαλανά μάτια. Γιατί διάλεξε εσάς;


Έβαλε δύναμη, όση δύναμη είχε κι έσπρωξε το καρότσι να κυλήσει πιο πέρα.

―Εγώ σ’ αυτό ποτέ! είπε.

Το είχα δανειστεί όταν μας διώξανε από το νοσοκομείο. Αν δεν κάνει τη θεραπεία, πρέπει να αδειάσει το κρεβάτι, μας είχαν ξεκαθαρίσει κι εμείς πληρώσαμε ασθενοφόρο και μας έφερε στο σπίτι.
Έβαλα το δανεικό καρότσι στην κρεβατοκάμαρα, όμως εκείνος ήταν ανένδοτος.

― Όχι! Δεν το θέλω το καρότσι, επέμενε και σηκώθηκε μοναχός του, τρικλίζοντας. Ούτε εγώ τον βοήθησα. Κρατιόταν από τους τοίχους, τις καρέκλες, τη βιβλιοθήκη. Όρθιος όμως. Βγήκε κι έκατσε στη βεράντα. Ήταν η τελευταία φορά.

Κείνος ο άντρας, ο λεβένταρος, από 18 χρονών μαζί και έτσι μπαμ! Τον ρήμαξε. Στο τελευταίο στάδιο. Τίποτα! Τίποτα. Τόσοι γιατροί, τόσα φάρμακα, τόση επιστήμη. Αφού δεν παίρνει γιατρειά, αφού δε θα σηκωθεί να περπατήσει, να ζήσει όπως του αρέσει, θα έπρεπε να τους βοηθάνε να φεύγουν ήσυχα. Μια αγωγή θανάτου.

― Εγώ, σ’ αυτό ποτέ! Η ζωή είναι μεγάλη πουτάνα. Η μεγαλύτερη! Μεγάλη πουτάνα η ζωή.

Νόμιζα ότι είχαμε λεφτά για ένα δύσκολο. Παπαριές είχαμε. Τόσα χιλιάρικα! Ούτε κατάλαβα πότε τελείωσαν. Και είμαστε στο δημόσιο. Αλλά δε μπορείς να φανταστείς το παρακύκλωμα. Εκμεταλλεύονται την απελπισία σου και σου πουλάνε ελπίδες. Χάπια, ειδικοί... Στο τέλος βγήκα με ένα χρέος τεράστιο. Δυσκολευόμουν να πάρω ένα σακουλάκι φακές.
Δεν σέβονται τίποτα. Εκμεταλλεύονται την αρρώστια! Τη δυστυχία! Τον πόνο! Μια μπίζνα χωρίς έλεος. Γι' αυτό σου λέω. Η επιστήμη παρατείνει μια ζωή χωρίς αξιοπρέπεια. Οι γιατροί επιμένουν να αγωνίζονται όσο η καρδιά χτυπάει κι ας έχουν καταστραφεί όλα τα άλλα. Λες και φοβούνται τον Θεό. Είμαι πολύ μικρός εγώ για να απαντήσω στην ερώτησή σας, κυρία μου. Στο γιατί υποφέρουμε τόσο. Εμείς μόνο να παρατείνουμε τη ζωή μπορούμε. Ακόμη και όταν είναι καταδικασμένη.
Όμως εγώ, δεν συμφωνώ. Τα έχουμε ξαναπεί αυτά. Και τώρα σου ζητάω να με βοηθήσεις. Κοίτα έχω φτιάξει το χαρτί. Ξέρω τι χρειάζεται. Δεν θα κινδυνεύσεις. Θα φανεί ότι το έκανα εγώ. Τα γράφω όλα εδώ. Έχω την υπογραφή μου, είναι χειρόγραφο, ο γραφικός μου χαρακτήρας, όλα εντάξει. Σου ζητάω να κάνεις μια πράξη αγάπης. Εσύ που λες ότι αγαπάς τους ανθρώπους. Εσύ που γράφεις ότι έχουμε δικαίωμα στη ζωή και στον θάνατό μας.
Ήταν φίλη μου. Δεν βλεπόμαστε καθημερινά. Δεν ήταν από κείνες τις σχέσεις που μοιράζεσαι όλες τις εμπειρίες, εξαρτάς τις μέρες και το προσωπικό σου πρόγραμμα.
Δε μπορώ μόνη μου να κάνω την ένεση, εξηγούσε. Έχω δοκιμάσει, αλλά δεν μπορώ. Το μόνο που σου ζητάω είναι να τρυπήσεις το χέρι μου. Μετά θα σκουπίσεις τη σύριγγα και θα βάλω εγώ τα δικά μου δάχτυλα. Θα σκουπίσεις και όλα τα αποτυπώματα στο σπίτι μου. Θέλω να έρθεις και να μου κάνεις αυτή τη χάρη.
Μα τι λες! Ξέρεις τι λες! Πώς θα το κάνω αυτό;
Έχω περάσει την αρρώστια του Κώστα. Δε μπορώ να το υποστώ. Ούτε θέλω τα παιδιά μου να βασανιστούν, να ξοδέψουν όλα τα λεφτά που μαζέψαμε με τόσο κόπο για να ζήσω πέντε μήνες μέσα στους πόνους. Δε θέλω, φιλενάδα. Δεν έχω το δικαίωμα να το αποφασίσω; Πες μου. Δεν έχω αυτό το δικαίωμα; Θα σου δείξω τις εξετάσεις, αν θες πάμε και μαζί στο γιατρό. Δεν είναι ένας την έχω διασταυρώσει την ετυμηγορία. Φιλενάδα, άκου! Όταν ήμουν μικρή ονειρευόμουνα οικογένεια. Δυο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι ήθελα. Επίσης ήθελα να έχω δικό μου μαγαζί, να δω το Βόρειο Σέλας και να μένω σε ένα σπίτι με κήπο. Όλα αυτά τα κατάφερα. Τον Νοέμβριο που μας πέρασε, μόλις βγήκε η διάγνωση, ταξίδεψα στην Ισλανδία και είδα το Βόρειο Σέλας. Μπορεί να μου πεις ότι με χρειάζονται τα παιδιά μου. Ναι με χρειάζονται, αλλά γερή. Όχι να τρέχουν στα νοσοκομεία. Στα δημόσια παστωμένοι οι ασθενείς λες και είναι ζώα και στα ιδιωτικά μέρα και χιλιάρικο. Κι αν είχα προοπτική να γίνω καλά, σύμφωνοι. Και το σπίτι μου θα το πουλούσα. Αλλά δεν έχω καμιά ελπίδα φιλενάδα. Τίποτα. Η μόνη σκέψη που κάνω είναι τώρα να επιλέξω τον θάνατό μου.

Εσύ θα το έκανες για μένα;

Την κοίταζα μέσα στα μάτια. Είχα τρομάξει πολύ. Τι μου ζητούσε; Τι ήθελε να κάνω; Ονόμαζε πράξη αγάπης τον φόνο; Μια ένεση για να πάψει αυτή να βασανίζεται και να γίνει η δική μου η ζωή κόλαση;
Πέρασε η σκιά. Την είδα. Μια στιγμή ελάχιστη. Πώς να κρυφτείς από τα μάτια; Όσο κι αν έλεγχε τα λόγια της, εκείνη τη σκιά όμως εγώ την είδα. Είμαι ακόμη και τώρα σίγουρη ότι την είδα.
Ναι! Ρε! Θα το έκανα! Αν με φώναζες έτσι και με παρακαλούσες, αν είχες κι εσύ περάσει όσα πέρασα με τον Κώστα, αν ένιωθες ότι όσα ήθελες στη ζωή τα πέτυχες, τα έφτασες, ότι η ζωή από δω και πέρα θα είναι πόνος και μαρτύριο!
Δυνατή η φωνή της, καθαρή. Εγώ δεν είχα λόγο σαν τον δικό της. Δεν ήμουν καν ετοιμόλογη όπως αυτή. Η καρδιά μου χτυπούσε παράξενα. Σα να έκανε διακοπές. Σα να ζοριζότανε στην ανηφόρα και δεν ήθελε να χτυπάει εδώ μέσα. Στο σπίτι της φιλενάδας μου, αυτό με τον κήπο, τη μεζονέτα με τη μίνιμαλ επίπλωση. Τι να την κάνει κανείς την επίπλωση; Τα ντιζαϊνάτα κομμάτια, την αισθητική τελειότητα. Ένα καλύβι, μια χαμοκέλα και μια κούπα τσάι αρκούν στον άνθρωπο.

Δε μπορώ Βούλα. Δε γίνεται.

Ούτε που την κοίταξα άλλο. Ούτε που είπα τίποτα. Μόνο ακούμπησα τον ώμο της. Αυτό τον ώμο που γύμναζε και μάλαζε με μασάζ για να αντέχει τα βάρη της ζωής. Για το θάνατο όμως πώς να ετοιμαστεί κανείς;

Γύρισα στο δικό μου σπίτι με τα πόδια. Πόση ώρα περπατούσα ούτε που κατάλαβα. Ανάμεσα από πολυκατοικίες, πάρκα, χαλασμένα πεζοδρόμια, βουνά σκουπίδια στους κάδους απορριμμάτων, ιδίως σ’ αυτούς τους μπλε κάδους που βρωμούσαν και έζεχναν. Νομίζω δεν έβλεπα, μύριζα όμως. Πώς μπορεί κανείς να απαρνηθεί αυτές τις μυρωδιές. Τις άσχημες οσμές που του χτυπάνε τη μύτη, πιάνεται η αναπνοή του, θυμώνει με τους κάφρους που δε μπορούν να ξεχωρίσουν τα ανακυκλώσιμα σκουπίδια από τα άλλα. Που πετάνε τη συσκευασία του γιαουρτιού με υπολείμματα μέσα ή που μαζί ρίχνουν παλιά παπούτσια και ρούχα σκισμένα. Να αφήσει κανείς τούτη την αηδία μαζί και το σιχτίρι στους άλλους, σ’ αυτούς που δε ζητούν να γλιτώσουν με μια ένεση, αλλά στοιβάζονται στους θαλάμους και στα ιδιωτικά ιατρεία και στις κλινικές και χώνουν τα τελευταία τους χρήματα στην τσέπη του γιατρού και φωνάζουν με όση δύναμη είναι μέσα στο άρρωστο σώμα τους και αν δεν έχουν φωνή, γουρλώνουν τα μάτια αν είναι δυνατόν, αν γίνεται να παρατείνουν έστω μισό δευτερόλεπτο αυτή τη ματιά, το ελάχιστο κοίταγμα, ακόμη λίγο… κι ας είναι σκουπιδαριό, κι ας είναι λάσπη και λίγδα και γκρίνια και βαρυγκώμια… λίγο ακόμη την ανάσα, λίγο ακόμη τούτη τη μυρωδιά της ζωής που κυλάει και φεύγει και χάνεται και δεν ξαναγυρίζει. Μα πώς είναι δυνατόν να θέλει να τη σκοτώσω, εγώ που ούτε μια σφαλιάρα δε μπορώ να ρίξω στο καθίκι τον τσόγλανο που ήρθε και μου ξάφρισε τα χρυσαφικά μου.

Περάσανε μέρες και δεν την πήρα ούτε ένα τηλέφωνο. Ήθελα να μάθω τι κάνει αλλά δε μπορούσα να την ακούσω μετά από κείνη την παράλογη απαίτησή της.
Ναι, θα το έκανα, ρε! Αλλά η σκιά στο μέσα του ματιού της, όχι μου έλεγε. Εκ του ασφαλούς μιλούσε και μου ζητούσε και ωρυότανε κιόλας στο τέλος. Γαμήσου κι εσύ και οι αγάπες σου. Να τις βράσω τις μελό ιστορίες σου. Μια δειλή είσαι. Δειλή και φοβιτσιάρα. Μην ξανάρθεις μυξοκλαίγοντας.
Δεν πήγα, ούτε τηλεφώνησα. Άκουσα όμως ―κοινούς γνωστούς είχαμε, στην ίδια πόλη ζούσαμε― ότι πούλησε το μαγαζί μαζί με όλο το εμπόρευμα. Ένας δικηγόρος, μου είπαν, έκανε όλες τις διαδικασίες. Η ίδια ούτε εμφανίστηκε ούτε την είδε κανείς.

Καλά να είναι; Ρώτησα τον κοινό γνωστό, ευτυχώς στο τηλέφωνο μιλούσαμε, δεν μπορούσε να με δει, μόνο τη φωνή μου, που βράχνιασε.

Ποιος την ξέρει… λες και η απάντηση πέρασε τις εποχές και τους καιρούς. Όταν ακόμη τίποτα δεν ξέραμε από τη ζωή και τον θάνατο. Και εννοούσε, τι να έχει στο μυαλό της, κανείς δεν ήξερε να πει. Ούτε κι εγώ μαρτύρησα τίποτα, ανήσυχη και μπερδεμένη ακόμη. Μα πώς είναι δυνατόν να συμπράξω σε μια αυτοκτονία έστω κι αν ονομάζεται ευθανασία, σκεφτόμουνα μέρα νύχτα και δεν κοιμόμουνα καλά μόνο μέσα στη νύχτα ξυπνούσα και φανταζόμουν ότι κι εγώ αρρωσταίνω βαριά και είναι να πεθάνω και δε θέλω, όχι δε θέλω. Μόνο να ζήσω λαχταράω. Να ζήσω ακόμη λίγο, έχω τόσα να κάμω ακόμη, τίποτα δεν τελείωσα. Ούτε δυο παιδιά γέννησα, ούτε μυθιστορήματα μπεστ σέλερ έγραψα, ούτε ακόμη τη Νέα Υόρκη, ούτε την Κωνσταντινούπολη, ούτε τις Πυραμίδες…

Πεταγόμουν από το κρεβάτι, έτρεχα στον υπολογιστή, μετρούσα τις λέξεις στο παλιό χιλιοσβησμένο μυθιστόρημα αυτό που πάλευα να γράψω εδώ και είκοσι τόσα χρόνια.
Πρέπει να το τελειώσω. Να πω αυτά που θέλω να πω, να βρω εκδότη, να ετοιμάσω και όλα τα απαραίτητα, να στείλω περιλήψεις…
Μετά έμπαινα στην τράπεζα, μόνο τόσα λίγα χρήματα ακόμη δεν μπορώ να ταξιδέψω, να προγραμματίσω την πτήση, να βρω ξενοδοχείο…
Μούσκεμα στον ιδρώτα. Η ζωή δε μου φτάνει πώς να γίνει τώρα, δεν έχω δύναμη αρκετή, χρόνο ούτε χρήματα… όμως είμαι γερή. Ακόμη γερή αλλά ως πότε…
Το απόγευμα ήρθε ο κούριερ. Έχετε ένα γράμμα. Το άνοιξα. Από τη Βούλα. Έδωσα ένα ολόκληρο δεκάευρο στο παιδί. Ό,τι έπιασα στο πορτοφόλι μου και σωριάστηκα. Μια καρέκλα κοντά στην είσοδο. Μάλλον για να ακουμπάει το κορμί όταν παραλύει από τέτοια νέα. Γι΄ αυτό οι καρέκλες στην είσοδο των σπιτιών. Στις μπασίες.

Δεν τόλμησες. Αλλά όταν το λάβεις αυτό…

Έτρεξα. Έτσι όπως ήμουν. Μόνο παπούτσια να βάλω. Στο δρόμο, μέσα στο ταξί είδα ότι φορούσα την παλιά μου φόρμα και το φούτερ με την κουκούλα. Είχα και την τσάντα μου τη μεγάλη όπου ευτυχώς έχωσα κλειδιά, κινητό και πορτοφόλι. Μαζί και τον ανοιγμένο φάκελο με το κλειδί.

Τη βρήκα στον καναπέ. Πολύ αδύναμη, ακόμη όμως ζούσε και ο λόγος της καθαρός, οι λέξεις ολόκληρες, η μία δίπλα στην άλλη.
Θα πεθάνω είπε. Ήρθες νωρίτερα από ό,τι περίμενα. Νιώθω μεγάλη εξάντληση όμως μπορώ να σου πω ότι δεν μετανιώνω. Κατάφερα και το έκανα μόνη μου. Ίσως είχες δίκιο. Γι΄ αυτό και σου έστειλα το γράμμα με τον κούριερ. Για να μη βασανίζεσαι. Πάνω στην απελπισία μου, ήθελα να μεταθέσω την ευθύνη.

Κοίταζα τα μάτια της. Έψαχνα τη σκιά, ή τη σπίθα ή κάτι να με οδηγήσει πάλι, αυτή τη στιγμή. Θολό τοπίο τα μάτια, μακριά. Φεύγαν. Βούλα!!!!!!!!!
Έβγαλα το τηλέφωνό μου. Να ειδοποιήσω ασθενοφόρο. Θυμήθηκα τη Μίνα. Ευτυχώς ήταν κοντά.

Θα πρέπει να έρθει η αστυνομία. Δεν μπορώ εγώ να υπογράψω. Με πήρε παράμερα. Λες και θα άκουγε η νεκρή.
Θες να μου πεις τι έγινε; Είσαι μπλεγμένη; Η αστυνομία θα σκαλίσει. Πώς βρέθηκες εδώ; Θα μάθαιναν οπωσδήποτε για τον κούριερ. Έπρεπε να πω για το κλειδί.

Γιατί διάλεξε εσένα;

Με πήραν στην ασφάλεια. Με ανακρίνανε. Αναγκάστηκα να μιλήσω για την πρότασή της. Την άρνησή μου. Όλα τα ξέρασα. Τίποτα δεν κατάφερα να κρατήσω για μένα ή έστω για κείνη. Σύρθηκε η επιθυμία της στους υγρούς διαδρόμους του αστυνομικού τμήματος. Μέσα στο δωμάτιο του ανακριτή, ένας γκριζομάλλης με γαλανά μάτια. Γιατί διάλεξε εσάς;

Έσφιγγε τα δόντια. Τον έβλεπα. Είχε κοκκινίσει το μέτωπό του. Κάτασπρα μάγουλα. Χλωμά.

 Έβαλε δύναμη, όση δύναμη είχε κι έσπρωξε το καρότσι να κυλήσει πιο πέρα.

-Εγώ σ’ αυτό ποτέ! είπε.

Το είχα δανειστεί όταν μας διώξανε από το νοσοκομείο. Αν δεν κάνει τη θεραπεία, πρέπει να αδειάσει το κρεβάτι, μας είχαν ξεκαθαρίσει κι εμείς πληρώσαμε ασθενοφόρο και μας έφερε στο σπίτι.

Έβαλα το δανεικό καρότσι στην κρεβατοκάμαρα, όμως εκείνος ήταν ανένδοτος.

- Όχι! Δεν το θέλω το καρότσι, επέμενε και σηκώθηκε μοναχός του, τρικλίζοντας. Ούτε εγώ τον βοήθησα. Κρατιόταν από τους τοίχους, τις καρέκλες, τη βιβλιοθήκη. Όρθιος όμως. Βγήκε κι έκατσε στη βεράντα. Ήταν η τελευταία φορά.

Κείνος ο άντρας, ο λεβένταρος, από 18 χρονών μαζί και έτσι μπαμ! Τον ρήμαξε. Στο τελευταίο στάδιο. Τίποτα! Τίποτα. Τόσοι γιατροί, τόσα φάρμακα, τόση επιστήμη. Αφού δεν παίρνει γιατρειά, αφού δε θα σηκωθεί να περπατήσει, να ζήσει όπως του αρέσει, θα έπρεπε να τους βοηθάνε να φεύγουν ήσυχα. Μια αγωγή θανάτου.

- Εγώ, σ’ αυτό ποτέ! Η ζωή είναι μεγάλη πουτάνα. Η μεγαλύτερη! Μεγάλη πουτάνα η ζωή.

Νόμιζα ότι είχαμε λεφτά για ένα δύσκολο. Παπαριές είχαμε. Τόσα χιλιάρικα! Ούτε κατάλαβα πότε τελείωσαν. Και είμαστε στο δημόσιο. Αλλά δε μπορείς να φανταστείς το παρακύκλωμα. Εκμεταλλεύονται την απελπισία σου και σου πουλάνε ελπίδες. Χάπια, ειδικοί... Στο τέλος βγήκα με ένα χρέος τεράστιο. Δυσκολευόμουν να πάρω ένα σακουλάκι φακές.

Δεν σέβονται τίποτα. Εκμεταλλεύονται την αρρώστια! τη δυστυχία! τον πόνο! Μια μπίζνα χωρίς έλεος. Γι αυτό σου λέω. Η επιστήμη παρατείνει μια ζωή χωρίς αξιοπρέπεια. Οι γιατροί επιμένουν να αγωνίζονται όσο η καρδιά χτυπάει κι ας έχουν καταστραφεί όλα τα άλλα. Λες και φοβούνται τον Θεό. Είμαι πολύ μικρός εγώ για να απαντήσω στην ερώτησή σας κυρία μου. Στο γιατί υποφέρουμε τόσο. Εμείς μόνο να παρατείνουμε τη ζωή μπορούμε. Ακόμη και όταν είναι καταδικασμένη.

Όμως εγώ, δεν συμφωνώ. Τα έχουμε ξαναπεί αυτά. Και τώρα σου ζητάω να με βοηθήσεις. Κοίτα έχω φτιάξει το χαρτί. Ξέρω τι χρειάζεται. Δεν θα κινδυνεύσεις. Θα φανεί ότι το έκανα εγώ. Τα γράφω όλα εδώ. Έχω την υπογραφή μου, είναι χειρόγραφο, ο γραφικός μου χαρακτήρας, όλα εντάξει. Σου ζητάω να κάνεις μια πράξη αγάπης. Εσύ που λες ότι αγαπάς τους ανθρώπους. Εσύ που γράφεις ότι έχουμε δικαίωμα στη ζωή και στον θάνατό μας.

Ήταν φίλη μου. Δεν βλεπόμαστε καθημερινά. Δεν ήταν από κείνες τις σχέσεις που μοιράζεσαι όλες τις εμπειρίες, εξαρτάς τις μέρες και το προσωπικό σου πρόγραμμα.

Δε μπορώ μόνη μου να κάνω την ένεση, εξηγούσε. Έχω δοκιμάσει, αλλά δεν μπορώ. Το μόνο που σου ζητάω είναι να τρυπήσεις το χέρι μου. Μετά θα σκουπίσεις τη σύριγγα και θα βάλω εγώ τα δικά μου δάχτυλα. Θα σκουπίσεις και όλα τα αποτυπώματα στο σπίτι μου. Θέλω να έρθεις και να μου κάνεις αυτή τη χάρη.

Μα τι λες! Ξέρεις τι λες! Πώς θα το κάνω αυτό;

Έχω περάσει την αρρώστια του Κώστα. Δε μπορώ να το υποστώ. Ούτε θέλω τα παιδιά μου να βασανιστούν, να ξοδέψουν όλα τα λεφτά που μαζέψαμε με τόσο κόπο για να ζήσω πέντε μήνες μέσα στους πόνους. Δε θέλω φιλενάδα. Δεν έχω το δικαίωμα να το αποφασίσω; Πες μου. Δεν έχω αυτό το δικαίωμα; Θα σου δείξω τις εξετάσεις, αν θες πάμε και μαζί στο γιατρό. Δεν είναι ένας την έχω διασταυρώσει την ετυμηγορία. Φιλενάδα άκου! Όταν ήμουν μικρή ονειρευόμουνα οικογένεια. Δυο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι ήθελα. Επίσης ήθελα να έχω δικό μου μαγαζί, να δω το Βόριο Σέλας και να μένω σε ένα σπίτι με κήπο. Όλα αυτά τα κατάφερα. Τον Νοέμβριο που μας πέρασε, μόλις βγήκε η διάγνωση, ταξίδεψα στην Ισλανδία και είδα το Βόριο Σέλας. Μπορεί να μου πεις ότι με χρειάζονται τα παιδιά μου. Ναι με χρειάζονται αλλά γερή. Όχι να τρέχουν στα νοσοκομεία. Στα δημόσια παστωμένοι οι ασθενείς λες και είναι ζώα και στα ιδιωτικά μέρα και χιλιάρικο. Κι αν είχα προοπτική να γίνω καλά, σύμφωνοι. Και το σπίτι μου θα το πουλούσα. Αλλά δεν έχω καμιά ελπίδα φιλενάδα. Τίποτα. Η μόνη σκέψη που κάνω είναι τώρα να επιλέξω τον θάνατό μου.

Εσύ θα το έκανες για μένα;

Την κοίταζα μέσα στα μάτια. Είχα τρομάξει πολύ. Τι μου ζητούσε; Τι ήθελε να κάνω; Ονόμαζε πράξη αγάπης τον φόνο; Μια ένεση για να πάψει αυτή να βασανίζεται και να γίνει η δική μου η ζωή κόλαση;

Πέρασε η σκιά. Την είδα. Μια στιγμή ελάχιστη. Πώς να κρυφτείς από τα μάτια; Όσο κι αν έλεγχε τα λόγια της, εκείνη τη σκιά όμως εγώ την είδα. Είμαι ακόμη και τώρα σίγουρη ότι την είδα.

Ναι! Ρε! Θα το έκανα! Αν με φώναζες έτσι και με παρακαλούσες, αν είχες κι εσύ περάσει όσα πέρασα με τον Κώστα, αν ένιωθες ότι όσα ήθελες στη ζωή τα πέτυχες, τα έφτασες, ότι η ζωή από δω και πέρα θα είναι πόνος και μαρτύριο!

Δυνατή η φωνή της, καθαρή. Εγώ δεν είχα λόγο σαν τον δικό της. Δεν ήμουν καν ετοιμόλογη όπως αυτή. Η καρδιά μου χτυπούσε παράξενα. Σα να έκανε διακοπές. Σα να ζοριζότανε στην ανηφόρα και δεν ήθελε να χτυπάει εδώ μέσα. Στο σπίτι της φιλενάδας μου, αυτό με τον κήπο, τη μεζονέτα με τη μίνιμαλ επίπλωση. Τι να την κάνει κανείς την επίπλωση; Τα ντιζαινάτα κομμάτια, την αισθητική τελειότητα. Ένα καλύβι, μια χαμοκέλα και μια κούπα τσάι αρκούν στον άνθρωπο.

Δε μπορώ Βούλα. Δε γίνεται.

Ούτε που την κοίταξα άλλο. Ούτε που είπα τίποτα. Μόνο ακούμπησα τον ώμο της. Αυτό τον ώμο που γύμναζε και μάλαζε με μασάζ για να αντέχει τα βάρη της ζωής. Για το θάνατο όμως πώς να ετοιμαστεί κανείς;

Γύρισα στο δικό μου σπίτι με τα πόδια. Πόση ώρα περπατούσα ούτε που κατάλαβα. Ανάμεσα από πολυκατοικίες, πάρκα, χαλασμένα πεζοδρόμια, βουνά σκουπίδια στους κάδους απορριμμάτων, ιδίως σ’ αυτούς τους μπλε κάδους που βρωμούσαν και έζεχναν. Νομίζω δεν έβλεπα, μύριζα όμως. Πώς μπορεί κανείς να απαρνηθεί αυτές τις μυρωδιές. Τις άσχημες οσμές που του χτυπάνε τη μύτη, πιάνεται η αναπνοή του, θυμώνει με τους κάφρους που δε μπορούν να ξεχωρίσουν τα ανακυκλώσιμα σκουπίδια από τα άλλα. Που πετάνε τη συσκευασία του γιαουρτιού με υπολείμματα μέσα ή που μαζί ρίχνουν παλιά παπούτσια και ρούχα σκισμένα. Να αφήσει κανείς τούτη την αηδία μαζί και το σιχτίρι στους άλλους, σ’ αυτούς που δε ζητούν να γλιτώσουν με μια ένεση, αλλά στοιβάζονται στους θαλάμους και στα ιδιωτικά ιατρεία και στις κλινικές και χώνουν τα τελευταία τους χρήματα στην τσέπη του γιατρού και φωνάζουν με όση δύναμη είναι μέσα στο άρρωστο σώμα τους και αν δεν έχουν φωνή, γουρλώνουν τα μάτια αν είναι δυνατόν, αν γίνεται να παρατείνουν έστω μισό δευτερόλεπτο αυτή τη ματιά, το ελάχιστο κοίταγμα, ακόμη λίγο… κι ας είναι σκουπιδαριό, κι ας είναι λάσπη και λίγδα και γκρίνια και βαρυγκόμια… λίγο ακόμη την ανάσα, λίγο ακόμη τούτη τη μυρωδιά της ζωής που κυλάει και φεύγει και χάνεται και δεν ξαναγυρίζει. Μα πώς είναι δυνατόν να θέλει να τη σκοτώσω, εγώ που ούτε μια σφαλιάρα δε μπορώ να ρίξω στο καθίκι τον τσόγλανο που ήρθε και μου ξάφρισε τα χρυσαφικά μου.    

 Περάσανε μέρες και δεν την πήρα ούτε ένα τηλέφωνο. Ήθελα να μάθω τι κάνει αλλά δε μπορούσα να την ακούσω μετά από κείνη την παράλογη απαίτησή της.

Ναι θα το έκανα ρε! Αλλά η σκιά στο μέσα του ματιού της, όχι μου έλεγε. Εκ του ασφαλούς μιλούσε και μου ζητούσε και ωρυότανε κιόλας στο τέλος. Γαμήσου κι εσύ και οι αγάπες σου. Να τις βράσω τις μελό ιστορίες σου. Μια δειλή είσαι. Δειλή και φοβιτσιάρα. Μην ξανάρθεις μυξοκλαίγοντας.

Δεν πήγα, ούτε τηλεφώνησα. Άκουσα όμως – κοινούς γνωστούς είχαμε, στην ίδια πόλη ζούσαμε – ότι πούλησε το μαγαζί μαζί με όλο το εμπόρευμα. Ένας δικηγόρος, μου είπαν, έκανε όλες τις διαδικασίες. Η ίδια ούτε εμφανίστηκε ούτε την είδε κανείς.

Καλά να είναι; Ρώτησα τον κοινό γνωστό, ευτυχώς στο τηλέφωνο μιλούσαμε, δεν μπορούσε να με δει, μόνο τη φωνή μου, που βράχνιασε.  

Ποιος την ξέρει… λες και η απάντηση πέρασε τις εποχές και τους καιρούς. Όταν ακόμη τίποτα δεν ξέραμε από τη ζωή και τον θάνατο. Και εννοούσε, τι να έχει στο μυαλό της, κανείς δεν ήξερε να πει. Ούτε κι εγώ μαρτύρησα τίποτα, ανήσυχη και μπερδεμένη ακόμη. Μα πώς είναι δυνατόν να συμπράξω σε μια αυτοκτονία έστω κι αν ονομάζεται ευθανασία, σκεφτόμουνα μέρα νύχτα και δεν κοιμόμουνα καλά μόνο μέσα στη νύχτα ξυπνούσα και φανταζόμουν ότι κι εγώ αρρωσταίνω βαριά και είναι να πεθάνω και δε θέλω, όχι δε θέλω. Μόνο να ζήσω λαχταράω. Να ζήσω ακόμη λίγο, έχω τόσα να κάμω ακόμη, τίποτα δεν τελείωσα. Ούτε δυο παιδιά γέννησα ούτε μυθιστορήματα μπεστ σέλερ έγραψα ούτε ακόμη τη Νέα Υόρκη ούτε την Κωνσταντινούπολη, ούτε τις Πυραμίδες…

Πεταγόμουν από το κρεβάτι, έτρεχα στον υπολογιστή, μετρούσα τις λέξεις στο παλιό χιλιοσβησμένο μυθιστόρημα αυτό που πάλευα να γράψω εδώ και είκοσι τόσα χρόνια.

Πρέπει να το τελειώσω. Να πω αυτά που θέλω να πω, να βρω εκδότη, να ετοιμάσω και όλα τα απαραίτητα, να στείλω περιλήψεις…

Μετά έμπαινα στην τράπεζα, μόνο τόσα λίγα χρήματα ακόμη δεν μπορώ να ταξιδέψω, να προγραμματίσω την πτήση, να βρω ξενοδοχείο…

Μούσκεμα στον ιδρώτα. Η ζωή δε μου φτάνει πώς να γίνει τώρα, δεν έχω δύναμη αρκετή, χρόνο ούτε χρήματα… όμως είμαι γερή. Ακόμη γερή αλλά ως πότε…

Το απόγευμα ήρθε ο κούριερ. Έχετε ένα γράμμα. Το άνοιξα. Από τη Βούλα. Έδωσα ένα ολόκληρο δεκάευρο στο παιδί. Ό,τι έπιασα στο πορτοφόλι μου και σωριάστηκα. Μια καρέκλα κοντά στην είσοδο. Μάλλον για να ακουμπάει το κορμί όταν παραλύει από τέτοια νέα. Γι αυτό οι καρέκλες στην είσοδο των σπιτιών. Στις μπασίες.

Δεν τόλμησες. Αλλά όταν το λάβεις αυτό…

Έτρεξα. Έτσι όπως ήμουν. Μόνο παπούτσια να βάλω. Στο δρόμο, μέσα στο ταξί είδα ότι φορούσα την παλιά μου φόρμα και το φούτερ με την κουκούλα. Είχα και την τσάντα μου τη μεγάλη όπου ευτυχώς έχωσα κλειδιά, κινητό και πορτοφόλι. Μαζί και τον ανοιγμένο φάκελο με το κλειδί.

Τη βρήκα στον καναπέ. Πολύ αδύναμη, ακόμη όμως ζούσε και ο λόγος της καθαρός, οι λέξεις ολόκληρες, η μία δίπλα στην άλλη.

Θα πεθάνω είπε. Ήρθες νωρίτερα από ό,τι περίμενα. Νιώθω μεγάλη εξάντληση όμως μπορώ να σου πω ότι δεν μετανιώνω. Κατάφερα και το έκανα μόνη μου. Ίσως είχες δίκιο. Γι αυτό και σου έστειλα το γράμμα με τον κούριερ. Για να μη βασανίζεσαι. Πάνω στην απελπισία μου, ήθελα να μεταθέσω την ευθύνη.

Κοίταζα τα μάτια της. Έψαχνα τη σκιά, ή τη σπίθα ή κάτι να με οδηγήσει πάλι, αυτή τη στιγμή. Θολό τοπίο τα μάτια, μακριά. Φεύγαν. Βούλα!!!!!!!!!

Έβγαλα το τηλέφωνό μου. Να ειδοποιήσω ασθενοφόρο. Θυμήθηκα τη Μίνα. Ευτυχώς ήταν κοντά.

Θα πρέπει να έρθει η αστυνομία. Δεν μπορώ εγώ να υπογράψω. Με πήρε παράμερα. Λες και θα άκουγε η νεκρή.

Θες να μου πεις τι έγινε; Είσαι μπλεγμένη;  Η αστυνομία θα σκαλίσει. Πώς βρέθηκες εδώ; Θα μάθαιναν οπωσδήποτε για τον κούριερ. Έπρεπε να πω για το κλειδί.

Γιατί διάλεξε εσένα;

Με πήραν στην ασφάλεια. Με ανακρίνανε. Αναγκάστηκα να μιλήσω για την πρότασή της. Την άρνησή μου. Όλα τα ξέρασα. Τίποτα δεν κατάφερα να κρατήσω για μένα ή έστω για κείνη. Σύρθηκε η επιθυμία της στους υγρούς διαδρόμους του αστυνομικού τμήματος. Μέσα στο δωμάτιο του ανακριτή, ένας γκριζομάλλης με γαλανά μάτια. Γιατί διάλεξε εσάς;

Έσφιγγε τα δόντια. Τον έβλεπα. Είχε κοκκινίσει το μέτωπό του. Κάτασπρα μάγουλα. Χλωμά.

 Έβαλε δύναμη, όση δύναμη είχε κι έσπρωξε το καρότσι να κυλήσει πιο πέρα.

-Εγώ σ’ αυτό ποτέ! είπε.

Το είχα δανειστεί όταν μας διώξανε από το νοσοκομείο. Αν δεν κάνει τη θεραπεία, πρέπει να αδειάσει το κρεβάτι, μας είχαν ξεκαθαρίσει κι εμείς πληρώσαμε ασθενοφόρο και μας έφερε στο σπίτι.

Έβαλα το δανεικό καρότσι στην κρεβατοκάμαρα, όμως εκείνος ήταν ανένδοτος.

- Όχι! Δεν το θέλω το καρότσι, επέμενε και σηκώθηκε μοναχός του, τρικλίζοντας. Ούτε εγώ τον βοήθησα. Κρατιόταν από τους τοίχους, τις καρέκλες, τη βιβλιοθήκη. Όρθιος όμως. Βγήκε κι έκατσε στη βεράντα. Ήταν η τελευταία φορά.

Κείνος ο άντρας, ο λεβένταρος, από 18 χρονών μαζί και έτσι μπαμ! Τον ρήμαξε. Στο τελευταίο στάδιο. Τίποτα! Τίποτα. Τόσοι γιατροί, τόσα φάρμακα, τόση επιστήμη. Αφού δεν παίρνει γιατρειά, αφού δε θα σηκωθεί να περπατήσει, να ζήσει όπως του αρέσει, θα έπρεπε να τους βοηθάνε να φεύγουν ήσυχα. Μια αγωγή θανάτου.

- Εγώ, σ’ αυτό ποτέ! Η ζωή είναι μεγάλη πουτάνα. Η μεγαλύτερη! Μεγάλη πουτάνα η ζωή.

Νόμιζα ότι είχαμε λεφτά για ένα δύσκολο. Παπαριές είχαμε. Τόσα χιλιάρικα! Ούτε κατάλαβα πότε τελείωσαν. Και είμαστε στο δημόσιο. Αλλά δε μπορείς να φανταστείς το παρακύκλωμα. Εκμεταλλεύονται την απελπισία σου και σου πουλάνε ελπίδες. Χάπια, ειδικοί... Στο τέλος βγήκα με ένα χρέος τεράστιο. Δυσκολευόμουν να πάρω ένα σακουλάκι φακές.

Δεν σέβονται τίποτα. Εκμεταλλεύονται την αρρώστια! τη δυστυχία! τον πόνο! Μια μπίζνα χωρίς έλεος. Γι αυτό σου λέω. Η επιστήμη παρατείνει μια ζωή χωρίς αξιοπρέπεια. Οι γιατροί επιμένουν να αγωνίζονται όσο η καρδιά χτυπάει κι ας έχουν καταστραφεί όλα τα άλλα. Λες και φοβούνται τον Θεό. Είμαι πολύ μικρός εγώ για να απαντήσω στην ερώτησή σας κυρία μου. Στο γιατί υποφέρουμε τόσο. Εμείς μόνο να παρατείνουμε τη ζωή μπορούμε. Ακόμη και όταν είναι καταδικασμένη.

Όμως εγώ, δεν συμφωνώ. Τα έχουμε ξαναπεί αυτά. Και τώρα σου ζητάω να με βοηθήσεις. Κοίτα έχω φτιάξει το χαρτί. Ξέρω τι χρειάζεται. Δεν θα κινδυνεύσεις. Θα φανεί ότι το έκανα εγώ. Τα γράφω όλα εδώ. Έχω την υπογραφή μου, είναι χειρόγραφο, ο γραφικός μου χαρακτήρας, όλα εντάξει. Σου ζητάω να κάνεις μια πράξη αγάπης. Εσύ που λες ότι αγαπάς τους ανθρώπους. Εσύ που γράφεις ότι έχουμε δικαίωμα στη ζωή και στον θάνατό μας.

Ήταν φίλη μου. Δεν βλεπόμαστε καθημερινά. Δεν ήταν από κείνες τις σχέσεις που μοιράζεσαι όλες τις εμπειρίες, εξαρτάς τις μέρες και το προσωπικό σου πρόγραμμα.

Δε μπορώ μόνη μου να κάνω την ένεση, εξηγούσε. Έχω δοκιμάσει, αλλά δεν μπορώ. Το μόνο που σου ζητάω είναι να τρυπήσεις το χέρι μου. Μετά θα σκουπίσεις τη σύριγγα και θα βάλω εγώ τα δικά μου δάχτυλα. Θα σκουπίσεις και όλα τα αποτυπώματα στο σπίτι μου. Θέλω να έρθεις και να μου κάνεις αυτή τη χάρη.

Μα τι λες! Ξέρεις τι λες! Πώς θα το κάνω αυτό;

Έχω περάσει την αρρώστια του Κώστα. Δε μπορώ να το υποστώ. Ούτε θέλω τα παιδιά μου να βασανιστούν, να ξοδέψουν όλα τα λεφτά που μαζέψαμε με τόσο κόπο για να ζήσω πέντε μήνες μέσα στους πόνους. Δε θέλω φιλενάδα. Δεν έχω το δικαίωμα να το αποφασίσω; Πες μου. Δεν έχω αυτό το δικαίωμα; Θα σου δείξω τις εξετάσεις, αν θες πάμε και μαζί στο γιατρό. Δεν είναι ένας την έχω διασταυρώσει την ετυμηγορία. Φιλενάδα άκου! Όταν ήμουν μικρή ονειρευόμουνα οικογένεια. Δυο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι ήθελα. Επίσης ήθελα να έχω δικό μου μαγαζί, να δω το Βόριο Σέλας και να μένω σε ένα σπίτι με κήπο. Όλα αυτά τα κατάφερα. Τον Νοέμβριο που μας πέρασε, μόλις βγήκε η διάγνωση, ταξίδεψα στην Ισλανδία και είδα το Βόριο Σέλας. Μπορεί να μου πεις ότι με χρειάζονται τα παιδιά μου. Ναι με χρειάζονται αλλά γερή. Όχι να τρέχουν στα νοσοκομεία. Στα δημόσια παστωμένοι οι ασθενείς λες και είναι ζώα και στα ιδιωτικά μέρα και χιλιάρικο. Κι αν είχα προοπτική να γίνω καλά, σύμφωνοι. Και το σπίτι μου θα το πουλούσα. Αλλά δεν έχω καμιά ελπίδα φιλενάδα. Τίποτα. Η μόνη σκέψη που κάνω είναι τώρα να επιλέξω τον θάνατό μου.

Εσύ θα το έκανες για μένα;

Την κοίταζα μέσα στα μάτια. Είχα τρομάξει πολύ. Τι μου ζητούσε; Τι ήθελε να κάνω; Ονόμαζε πράξη αγάπης τον φόνο; Μια ένεση για να πάψει αυτή να βασανίζεται και να γίνει η δική μου η ζωή κόλαση;

Πέρασε η σκιά. Την είδα. Μια στιγμή ελάχιστη. Πώς να κρυφτείς από τα μάτια; Όσο κι αν έλεγχε τα λόγια της, εκείνη τη σκιά όμως εγώ την είδα. Είμαι ακόμη και τώρα σίγουρη ότι την είδα.

Ναι! Ρε! Θα το έκανα! Αν με φώναζες έτσι και με παρακαλούσες, αν είχες κι εσύ περάσει όσα πέρασα με τον Κώστα, αν ένιωθες ότι όσα ήθελες στη ζωή τα πέτυχες, τα έφτασες, ότι η ζωή από δω και πέρα θα είναι πόνος και μαρτύριο!

Δυνατή η φωνή της, καθαρή. Εγώ δεν είχα λόγο σαν τον δικό της. Δεν ήμουν καν ετοιμόλογη όπως αυτή. Η καρδιά μου χτυπούσε παράξενα. Σα να έκανε διακοπές. Σα να ζοριζότανε στην ανηφόρα και δεν ήθελε να χτυπάει εδώ μέσα. Στο σπίτι της φιλενάδας μου, αυτό με τον κήπο, τη μεζονέτα με τη μίνιμαλ επίπλωση. Τι να την κάνει κανείς την επίπλωση; Τα ντιζαινάτα κομμάτια, την αισθητική τελειότητα. Ένα καλύβι, μια χαμοκέλα και μια κούπα τσάι αρκούν στον άνθρωπο.

Δε μπορώ Βούλα. Δε γίνεται.

Ούτε που την κοίταξα άλλο. Ούτε που είπα τίποτα. Μόνο ακούμπησα τον ώμο της. Αυτό τον ώμο που γύμναζε και μάλαζε με μασάζ για να αντέχει τα βάρη της ζωής. Για το θάνατο όμως πώς να ετοιμαστεί κανείς;

Γύρισα στο δικό μου σπίτι με τα πόδια. Πόση ώρα περπατούσα ούτε που κατάλαβα. Ανάμεσα από πολυκατοικίες, πάρκα, χαλασμένα πεζοδρόμια, βουνά σκουπίδια στους κάδους απορριμμάτων, ιδίως σ’ αυτούς τους μπλε κάδους που βρωμούσαν και έζεχναν. Νομίζω δεν έβλεπα, μύριζα όμως. Πώς μπορεί κανείς να απαρνηθεί αυτές τις μυρωδιές. Τις άσχημες οσμές που του χτυπάνε τη μύτη, πιάνεται η αναπνοή του, θυμώνει με τους κάφρους που δε μπορούν να ξεχωρίσουν τα ανακυκλώσιμα σκουπίδια από τα άλλα. Που πετάνε τη συσκευασία του γιαουρτιού με υπολείμματα μέσα ή που μαζί ρίχνουν παλιά παπούτσια και ρούχα σκισμένα. Να αφήσει κανείς τούτη την αηδία μαζί και το σιχτίρι στους άλλους, σ’ αυτούς που δε ζητούν να γλιτώσουν με μια ένεση, αλλά στοιβάζονται στους θαλάμους και στα ιδιωτικά ιατρεία και στις κλινικές και χώνουν τα τελευταία τους χρήματα στην τσέπη του γιατρού και φωνάζουν με όση δύναμη είναι μέσα στο άρρωστο σώμα τους και αν δεν έχουν φωνή, γουρλώνουν τα μάτια αν είναι δυνατόν, αν γίνεται να παρατείνουν έστω μισό δευτερόλεπτο αυτή τη ματιά, το ελάχιστο κοίταγμα, ακόμη λίγο… κι ας είναι σκουπιδαριό, κι ας είναι λάσπη και λίγδα και γκρίνια και βαρυγκόμια… λίγο ακόμη την ανάσα, λίγο ακόμη τούτη τη μυρωδιά της ζωής που κυλάει και φεύγει και χάνεται και δεν ξαναγυρίζει. Μα πώς είναι δυνατόν να θέλει να τη σκοτώσω, εγώ που ούτε μια σφαλιάρα δε μπορώ να ρίξω στο καθίκι τον τσόγλανο που ήρθε και μου ξάφρισε τα χρυσαφικά μου.    

 Περάσανε μέρες και δεν την πήρα ούτε ένα τηλέφωνο. Ήθελα να μάθω τι κάνει αλλά δε μπορούσα να την ακούσω μετά από κείνη την παράλογη απαίτησή της.

Ναι θα το έκανα ρε! Αλλά η σκιά στο μέσα του ματιού της, όχι μου έλεγε. Εκ του ασφαλούς μιλούσε και μου ζητούσε και ωρυότανε κιόλας στο τέλος. Γαμήσου κι εσύ και οι αγάπες σου. Να τις βράσω τις μελό ιστορίες σου. Μια δειλή είσαι. Δειλή και φοβιτσιάρα. Μην ξανάρθεις μυξοκλαίγοντας.

Δεν πήγα, ούτε τηλεφώνησα. Άκουσα όμως – κοινούς γνωστούς είχαμε, στην ίδια πόλη ζούσαμε – ότι πούλησε το μαγαζί μαζί με όλο το εμπόρευμα. Ένας δικηγόρος, μου είπαν, έκανε όλες τις διαδικασίες. Η ίδια ούτε εμφανίστηκε ούτε την είδε κανείς.

Καλά να είναι; Ρώτησα τον κοινό γνωστό, ευτυχώς στο τηλέφωνο μιλούσαμε, δεν μπορούσε να με δει, μόνο τη φωνή μου, που βράχνιασε.  

Ποιος την ξέρει… λες και η απάντηση πέρασε τις εποχές και τους καιρούς. Όταν ακόμη τίποτα δεν ξέραμε από τη ζωή και τον θάνατο. Και εννοούσε, τι να έχει στο μυαλό της, κανείς δεν ήξερε να πει. Ούτε κι εγώ μαρτύρησα τίποτα, ανήσυχη και μπερδεμένη ακόμη. Μα πώς είναι δυνατόν να συμπράξω σε μια αυτοκτονία έστω κι αν ονομάζεται ευθανασία, σκεφτόμουνα μέρα νύχτα και δεν κοιμόμουνα καλά μόνο μέσα στη νύχτα ξυπνούσα και φανταζόμουν ότι κι εγώ αρρωσταίνω βαριά και είναι να πεθάνω και δε θέλω, όχι δε θέλω. Μόνο να ζήσω λαχταράω. Να ζήσω ακόμη λίγο, έχω τόσα να κάμω ακόμη, τίποτα δεν τελείωσα. Ούτε δυο παιδιά γέννησα ούτε μυθιστορήματα μπεστ σέλερ έγραψα ούτε ακόμη τη Νέα Υόρκη ούτε την Κωνσταντινούπολη, ούτε τις Πυραμίδες…

Πεταγόμουν από το κρεβάτι, έτρεχα στον υπολογιστή, μετρούσα τις λέξεις στο παλιό χιλιοσβησμένο μυθιστόρημα αυτό που πάλευα να γράψω εδώ και είκοσι τόσα χρόνια.

Πρέπει να το τελειώσω. Να πω αυτά που θέλω να πω, να βρω εκδότη, να ετοιμάσω και όλα τα απαραίτητα, να στείλω περιλήψεις…

Μετά έμπαινα στην τράπεζα, μόνο τόσα λίγα χρήματα ακόμη δεν μπορώ να ταξιδέψω, να προγραμματίσω την πτήση, να βρω ξενοδοχείο…

Μούσκεμα στον ιδρώτα. Η ζωή δε μου φτάνει πώς να γίνει τώρα, δεν έχω δύναμη αρκετή, χρόνο ούτε χρήματα… όμως είμαι γερή. Ακόμη γερή αλλά ως πότε…

Το απόγευμα ήρθε ο κούριερ. Έχετε ένα γράμμα. Το άνοιξα. Από τη Βούλα. Έδωσα ένα ολόκληρο δεκάευρο στο παιδί. Ό,τι έπιασα στο πορτοφόλι μου και σωριάστηκα. Μια καρέκλα κοντά στην είσοδο. Μάλλον για να ακουμπάει το κορμί όταν παραλύει από τέτοια νέα. Γι αυτό οι καρέκλες στην είσοδο των σπιτιών. Στις μπασίες.

Δεν τόλμησες. Αλλά όταν το λάβεις αυτό…

Έτρεξα. Έτσι όπως ήμουν. Μόνο παπούτσια να βάλω. Στο δρόμο, μέσα στο ταξί είδα ότι φορούσα την παλιά μου φόρμα και το φούτερ με την κουκούλα. Είχα και την τσάντα μου τη μεγάλη όπου ευτυχώς έχωσα κλειδιά, κινητό και πορτοφόλι. Μαζί και τον ανοιγμένο φάκελο με το κλειδί.

Τη βρήκα στον καναπέ. Πολύ αδύναμη, ακόμη όμως ζούσε και ο λόγος της καθαρός, οι λέξεις ολόκληρες, η μία δίπλα στην άλλη.

Θα πεθάνω είπε. Ήρθες νωρίτερα από ό,τι περίμενα. Νιώθω μεγάλη εξάντληση όμως μπορώ να σου πω ότι δεν μετανιώνω. Κατάφερα και το έκανα μόνη μου. Ίσως είχες δίκιο. Γι αυτό και σου έστειλα το γράμμα με τον κούριερ. Για να μη βασανίζεσαι. Πάνω στην απελπισία μου, ήθελα να μεταθέσω την ευθύνη.

Κοίταζα τα μάτια της. Έψαχνα τη σκιά, ή τη σπίθα ή κάτι να με οδηγήσει πάλι, αυτή τη στιγμή. Θολό τοπίο τα μάτια, μακριά. Φεύγαν. Βούλα!!!!!!!!!

Έβγαλα το τηλέφωνό μου. Να ειδοποιήσω ασθενοφόρο. Θυμήθηκα τη Μίνα. Ευτυχώς ήταν κοντά.

Θα πρέπει να έρθει η αστυνομία. Δεν μπορώ εγώ να υπογράψω. Με πήρε παράμερα. Λες και θα άκουγε η νεκρή.

Θες να μου πεις τι έγινε; Είσαι μπλεγμένη;  Η αστυνομία θα σκαλίσει. Πώς βρέθηκες εδώ; Θα μάθαιναν οπωσδήποτε για τον κούριερ. Έπρεπε να πω για το κλειδί.

Γιατί διάλεξε εσένα;

Με πήραν στην ασφάλεια. Με ανακρίνανε. Αναγκάστηκα να μιλήσω για την πρότασή της. Την άρνησή μου. Όλα τα ξέρασα. Τίποτα δεν κατάφερα να κρατήσω για μένα ή έστω για κείνη. Σύρθηκε η επιθυμία της στους υγρούς διαδρόμους του αστυνομικού τμήματος. Μέσα στο δωμάτιο του ανακριτή, ένας γκριζομάλλης με γαλανά μάτια. Γιατί διάλεξε εσάς;

Εγώ εκεί, ποτέ! Ποτέ!

Ελένη Γούλα

Έσφιγγε τα δόντια. Τον έβλεπα. Είχε κοκκινίσει το μέτωπό του. Κάτασπρα μάγουλα. Χλωμά.

 Έβαλε δύναμη, όση δύναμη είχε κι έσπρωξε το καρότσι να κυλήσει πιο πέρα.

-Εγώ σ’ αυτό ποτέ! είπε.

Το είχα δανειστεί όταν μας διώξανε από το νοσοκομείο. Αν δεν κάνει τη θεραπεία, πρέπει να αδειάσει το κρεβάτι, μας είχαν ξεκαθαρίσει κι εμείς πληρώσαμε ασθενοφόρο και μας έφερε στο σπίτι.

Έβαλα το δανεικό καρότσι στην κρεβατοκάμαρα, όμως εκείνος ήταν ανένδοτος.

- Όχι! Δεν το θέλω το καρότσι, επέμενε και σηκώθηκε μοναχός του, τρικλίζοντας. Ούτε εγώ τον βοήθησα. Κρατιόταν από τους τοίχους, τις καρέκλες, τη βιβλιοθήκη. Όρθιος όμως. Βγήκε κι έκατσε στη βεράντα. Ήταν η τελευταία φορά.

Κείνος ο άντρας, ο λεβένταρος, από 18 χρονών μαζί και έτσι μπαμ! Τον ρήμαξε. Στο τελευταίο στάδιο. Τίποτα! Τίποτα. Τόσοι γιατροί, τόσα φάρμακα, τόση επιστήμη. Αφού δεν παίρνει γιατρειά, αφού δε θα σηκωθεί να περπατήσει, να ζήσει όπως του αρέσει, θα έπρεπε να τους βοηθάνε να φεύγουν ήσυχα. Μια αγωγή θανάτου.

- Εγώ, σ’ αυτό ποτέ! Η ζωή είναι μεγάλη πουτάνα. Η μεγαλύτερη! Μεγάλη πουτάνα η ζωή.

Νόμιζα ότι είχαμε λεφτά για ένα δύσκολο. Παπαριές είχαμε. Τόσα χιλιάρικα! Ούτε κατάλαβα πότε τελείωσαν. Και είμαστε στο δημόσιο. Αλλά δε μπορείς να φανταστείς το παρακύκλωμα. Εκμεταλλεύονται την απελπισία σου και σου πουλάνε ελπίδες. Χάπια, ειδικοί... Στο τέλος βγήκα με ένα χρέος τεράστιο. Δυσκολευόμουν να πάρω ένα σακουλάκι φακές.

Δεν σέβονται τίποτα. Εκμεταλλεύονται την αρρώστια! τη δυστυχία! τον πόνο! Μια μπίζνα χωρίς έλεος. Γι αυτό σου λέω. Η επιστήμη παρατείνει μια ζωή χωρίς αξιοπρέπεια. Οι γιατροί επιμένουν να αγωνίζονται όσο η καρδιά χτυπάει κι ας έχουν καταστραφεί όλα τα άλλα. Λες και φοβούνται τον Θεό. Είμαι πολύ μικρός εγώ για να απαντήσω στην ερώτησή σας κυρία μου. Στο γιατί υποφέρουμε τόσο. Εμείς μόνο να παρατείνουμε τη ζωή μπορούμε. Ακόμη και όταν είναι καταδικασμένη.

Όμως εγώ, δεν συμφωνώ. Τα έχουμε ξαναπεί αυτά. Και τώρα σου ζητάω να με βοηθήσεις. Κοίτα έχω φτιάξει το χαρτί. Ξέρω τι χρειάζεται. Δεν θα κινδυνεύσεις. Θα φανεί ότι το έκανα εγώ. Τα γράφω όλα εδώ. Έχω την υπογραφή μου, είναι χειρόγραφο, ο γραφικός μου χαρακτήρας, όλα εντάξει. Σου ζητάω να κάνεις μια πράξη αγάπης. Εσύ που λες ότι αγαπάς τους ανθρώπους. Εσύ που γράφεις ότι έχουμε δικαίωμα στη ζωή και στον θάνατό μας.

Ήταν φίλη μου. Δεν βλεπόμαστε καθημερινά. Δεν ήταν από κείνες τις σχέσεις που μοιράζεσαι όλες τις εμπειρίες, εξαρτάς τις μέρες και το προσωπικό σου πρόγραμμα.

Δε μπορώ μόνη μου να κάνω την ένεση, εξηγούσε. Έχω δοκιμάσει, αλλά δεν μπορώ. Το μόνο που σου ζητάω είναι να τρυπήσεις το χέρι μου. Μετά θα σκουπίσεις τη σύριγγα και θα βάλω εγώ τα δικά μου δάχτυλα. Θα σκουπίσεις και όλα τα αποτυπώματα στο σπίτι μου. Θέλω να έρθεις και να μου κάνεις αυτή τη χάρη.

Μα τι λες! Ξέρεις τι λες! Πώς θα το κάνω αυτό;

Έχω περάσει την αρρώστια του Κώστα. Δε μπορώ να το υποστώ. Ούτε θέλω τα παιδιά μου να βασανιστούν, να ξοδέψουν όλα τα λεφτά που μαζέψαμε με τόσο κόπο για να ζήσω πέντε μήνες μέσα στους πόνους. Δε θέλω φιλενάδα. Δεν έχω το δικαίωμα να το αποφασίσω; Πες μου. Δεν έχω αυτό το δικαίωμα; Θα σου δείξω τις εξετάσεις, αν θες πάμε και μαζί στο γιατρό. Δεν είναι ένας την έχω διασταυρώσει την ετυμηγορία. Φιλενάδα άκου! Όταν ήμουν μικρή ονειρευόμουνα οικογένεια. Δυο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι ήθελα. Επίσης ήθελα να έχω δικό μου μαγαζί, να δω το Βόριο Σέλας και να μένω σε ένα σπίτι με κήπο. Όλα αυτά τα κατάφερα. Τον Νοέμβριο που μας πέρασε, μόλις βγήκε η διάγνωση, ταξίδεψα στην Ισλανδία και είδα το Βόριο Σέλας. Μπορεί να μου πεις ότι με χρειάζονται τα παιδιά μου. Ναι με χρειάζονται αλλά γερή. Όχι να τρέχουν στα νοσοκομεία. Στα δημόσια παστωμένοι οι ασθενείς λες και είναι ζώα και στα ιδιωτικά μέρα και χιλιάρικο. Κι αν είχα προοπτική να γίνω καλά, σύμφωνοι. Και το σπίτι μου θα το πουλούσα. Αλλά δεν έχω καμιά ελπίδα φιλενάδα. Τίποτα. Η μόνη σκέψη που κάνω είναι τώρα να επιλέξω τον θάνατό μου.

Εσύ θα το έκανες για μένα;

Την κοίταζα μέσα στα μάτια. Είχα τρομάξει πολύ. Τι μου ζητούσε; Τι ήθελε να κάνω; Ονόμαζε πράξη αγάπης τον φόνο; Μια ένεση για να πάψει αυτή να βασανίζεται και να γίνει η δική μου η ζωή κόλαση;

Πέρασε η σκιά. Την είδα. Μια στιγμή ελάχιστη. Πώς να κρυφτείς από τα μάτια; Όσο κι αν έλεγχε τα λόγια της, εκείνη τη σκιά όμως εγώ την είδα. Είμαι ακόμη και τώρα σίγουρη ότι την είδα.

Ναι! Ρε! Θα το έκανα! Αν με φώναζες έτσι και με παρακαλούσες, αν είχες κι εσύ περάσει όσα πέρασα με τον Κώστα, αν ένιωθες ότι όσα ήθελες στη ζωή τα πέτυχες, τα έφτασες, ότι η ζωή από δω και πέρα θα είναι πόνος και μαρτύριο!

Δυνατή η φωνή της, καθαρή. Εγώ δεν είχα λόγο σαν τον δικό της. Δεν ήμουν καν ετοιμόλογη όπως αυτή. Η καρδιά μου χτυπούσε παράξενα. Σα να έκανε διακοπές. Σα να ζοριζότανε στην ανηφόρα και δεν ήθελε να χτυπάει εδώ μέσα. Στο σπίτι της φιλενάδας μου, αυτό με τον κήπο, τη μεζονέτα με τη μίνιμαλ επίπλωση. Τι να την κάνει κανείς την επίπλωση; Τα ντιζαινάτα κομμάτια, την αισθητική τελειότητα. Ένα καλύβι, μια χαμοκέλα και μια κούπα τσάι αρκούν στον άνθρωπο.

Δε μπορώ Βούλα. Δε γίνεται.

Ούτε που την κοίταξα άλλο. Ούτε που είπα τίποτα. Μόνο ακούμπησα τον ώμο της. Αυτό τον ώμο που γύμναζε και μάλαζε με μασάζ για να αντέχει τα βάρη της ζωής. Για το θάνατο όμως πώς να ετοιμαστεί κανείς;

Γύρισα στο δικό μου σπίτι με τα πόδια. Πόση ώρα περπατούσα ούτε που κατάλαβα. Ανάμεσα από πολυκατοικίες, πάρκα, χαλασμένα πεζοδρόμια, βουνά σκουπίδια στους κάδους απορριμμάτων, ιδίως σ’ αυτούς τους μπλε κάδους που βρωμούσαν και έζεχναν. Νομίζω δεν έβλεπα, μύριζα όμως. Πώς μπορεί κανείς να απαρνηθεί αυτές τις μυρωδιές. Τις άσχημες οσμές που του χτυπάνε τη μύτη, πιάνεται η αναπνοή του, θυμώνει με τους κάφρους που δε μπορούν να ξεχωρίσουν τα ανακυκλώσιμα σκουπίδια από τα άλλα. Που πετάνε τη συσκευασία του γιαουρτιού με υπολείμματα μέσα ή που μαζί ρίχνουν παλιά παπούτσια και ρούχα σκισμένα. Να αφήσει κανείς τούτη την αηδία μαζί και το σιχτίρι στους άλλους, σ’ αυτούς που δε ζητούν να γλιτώσουν με μια ένεση, αλλά στοιβάζονται στους θαλάμους και στα ιδιωτικά ιατρεία και στις κλινικές και χώνουν τα τελευταία τους χρήματα στην τσέπη του γιατρού και φωνάζουν με όση δύναμη είναι μέσα στο άρρωστο σώμα τους και αν δεν έχουν φωνή, γουρλώνουν τα μάτια αν είναι δυνατόν, αν γίνεται να παρατείνουν έστω μισό δευτερόλεπτο αυτή τη ματιά, το ελάχιστο κοίταγμα, ακόμη λίγο… κι ας είναι σκουπιδαριό, κι ας είναι λάσπη και λίγδα και γκρίνια και βαρυγκόμια… λίγο ακόμη την ανάσα, λίγο ακόμη τούτη τη μυρωδιά της ζωής που κυλάει και φεύγει και χάνεται και δεν ξαναγυρίζει. Μα πώς είναι δυνατόν να θέλει να τη σκοτώσω, εγώ που ούτε μια σφαλιάρα δε μπορώ να ρίξω στο καθίκι τον τσόγλανο που ήρθε και μου ξάφρισε τα χρυσαφικά μου.    

 Περάσανε μέρες και δεν την πήρα ούτε ένα τηλέφωνο. Ήθελα να μάθω τι κάνει αλλά δε μπορούσα να την ακούσω μετά από κείνη την παράλογη απαίτησή της.

Ναι θα το έκανα ρε! Αλλά η σκιά στο μέσα του ματιού της, όχι μου έλεγε. Εκ του ασφαλούς μιλούσε και μου ζητούσε και ωρυότανε κιόλας στο τέλος. Γαμήσου κι εσύ και οι αγάπες σου. Να τις βράσω τις μελό ιστορίες σου. Μια δειλή είσαι. Δειλή και φοβιτσιάρα. Μην ξανάρθεις μυξοκλαίγοντας.

Δεν πήγα, ούτε τηλεφώνησα. Άκουσα όμως – κοινούς γνωστούς είχαμε, στην ίδια πόλη ζούσαμε – ότι πούλησε το μαγαζί μαζί με όλο το εμπόρευμα. Ένας δικηγόρος, μου είπαν, έκανε όλες τις διαδικασίες. Η ίδια ούτε εμφανίστηκε ούτε την είδε κανείς.

Καλά να είναι; Ρώτησα τον κοινό γνωστό, ευτυχώς στο τηλέφωνο μιλούσαμε, δεν μπορούσε να με δει, μόνο τη φωνή μου, που βράχνιασε.  

Ποιος την ξέρει… λες και η απάντηση πέρασε τις εποχές και τους καιρούς. Όταν ακόμη τίποτα δεν ξέραμε από τη ζωή και τον θάνατο. Και εννοούσε, τι να έχει στο μυαλό της, κανείς δεν ήξερε να πει. Ούτε κι εγώ μαρτύρησα τίποτα, ανήσυχη και μπερδεμένη ακόμη. Μα πώς είναι δυνατόν να συμπράξω σε μια αυτοκτονία έστω κι αν ονομάζεται ευθανασία, σκεφτόμουνα μέρα νύχτα και δεν κοιμόμουνα καλά μόνο μέσα στη νύχτα ξυπνούσα και φανταζόμουν ότι κι εγώ αρρωσταίνω βαριά και είναι να πεθάνω και δε θέλω, όχι δε θέλω. Μόνο να ζήσω λαχταράω. Να ζήσω ακόμη λίγο, έχω τόσα να κάμω ακόμη, τίποτα δεν τελείωσα. Ούτε δυο παιδιά γέννησα ούτε μυθιστορήματα μπεστ σέλερ έγραψα ούτε ακόμη τη Νέα Υόρκη ούτε την Κωνσταντινούπολη, ούτε τις Πυραμίδες…

Πεταγόμουν από το κρεβάτι, έτρεχα στον υπολογιστή, μετρούσα τις λέξεις στο παλιό χιλιοσβησμένο μυθιστόρημα αυτό που πάλευα να γράψω εδώ και είκοσι τόσα χρόνια.

Πρέπει να το τελειώσω. Να πω αυτά που θέλω να πω, να βρω εκδότη, να ετοιμάσω και όλα τα απαραίτητα, να στείλω περιλήψεις…

Μετά έμπαινα στην τράπεζα, μόνο τόσα λίγα χρήματα ακόμη δεν μπορώ να ταξιδέψω, να προγραμματίσω την πτήση, να βρω ξενοδοχείο…

Μούσκεμα στον ιδρώτα. Η ζωή δε μου φτάνει πώς να γίνει τώρα, δεν έχω δύναμη αρκετή, χρόνο ούτε χρήματα… όμως είμαι γερή. Ακόμη γερή αλλά ως πότε…

Το απόγευμα ήρθε ο κούριερ. Έχετε ένα γράμμα. Το άνοιξα. Από τη Βούλα. Έδωσα ένα ολόκληρο δεκάευρο στο παιδί. Ό,τι έπιασα στο πορτοφόλι μου και σωριάστηκα. Μια καρέκλα κοντά στην είσοδο. Μάλλον για να ακουμπάει το κορμί όταν παραλύει από τέτοια νέα. Γι αυτό οι καρέκλες στην είσοδο των σπιτιών. Στις μπασίες.

Δεν τόλμησες. Αλλά όταν το λάβεις αυτό…

Έτρεξα. Έτσι όπως ήμουν. Μόνο παπούτσια να βάλω. Στο δρόμο, μέσα στο ταξί είδα ότι φορούσα την παλιά μου φόρμα και το φούτερ με την κουκούλα. Είχα και την τσάντα μου τη μεγάλη όπου ευτυχώς έχωσα κλειδιά, κινητό και πορτοφόλι. Μαζί και τον ανοιγμένο φάκελο με το κλειδί.

Τη βρήκα στον καναπέ. Πολύ αδύναμη, ακόμη όμως ζούσε και ο λόγος της καθαρός, οι λέξεις ολόκληρες, η μία δίπλα στην άλλη.

Θα πεθάνω είπε. Ήρθες νωρίτερα από ό,τι περίμενα. Νιώθω μεγάλη εξάντληση όμως μπορώ να σου πω ότι δεν μετανιώνω. Κατάφερα και το έκανα μόνη μου. Ίσως είχες δίκιο. Γι αυτό και σου έστειλα το γράμμα με τον κούριερ. Για να μη βασανίζεσαι. Πάνω στην απελπισία μου, ήθελα να μεταθέσω την ευθύνη.

Κοίταζα τα μάτια της. Έψαχνα τη σκιά, ή τη σπίθα ή κάτι να με οδηγήσει πάλι, αυτή τη στιγμή. Θολό τοπίο τα μάτια, μακριά. Φεύγαν. Βούλα!!!!!!!!!

Έβγαλα το τηλέφωνό μου. Να ειδοποιήσω ασθενοφόρο. Θυμήθηκα τη Μίνα. Ευτυχώς ήταν κοντά.

Θα πρέπει να έρθει η αστυνομία. Δεν μπορώ εγώ να υπογράψω. Με πήρε παράμερα. Λες και θα άκουγε η νεκρή.

Θες να μου πεις τι έγινε; Είσαι μπλεγμένη;  Η αστυνομία θα σκαλίσει. Πώς βρέθηκες εδώ; Θα μάθαιναν οπωσδήποτε για τον κούριερ. Έπρεπε να πω για το κλειδί.

Γιατί διάλεξε εσένα;

Με πήραν στην ασφάλεια. Με ανακρίνανε. Αναγκάστηκα να μιλήσω για την πρότασή της. Την άρνησή μου. Όλα τα ξέρασα. Τίποτα δεν κατάφερα να κρατήσω για μένα ή έστω για κείνη. Σύρθηκε η επιθυμία της στους υγρούς διαδρόμους του αστυνομικού τμήματος. Μέσα στο δωμάτιο του ανακριτή, ένας γκριζομάλλης με γαλανά μάτια. Γιατί διάλεξε εσάς;

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο