από τον πάγκο

 


Μιλάει γρήγορα. Ασθματικά. 30+.

«Αν έβρισκα μία σαν τη μάνα μου», λέει. «Σιδερώνει, πλένει, μαγειρεύει, φροντίζει και δε μιλάει πολύ. Από όσο θυμάμαι, το σπίτι μας αστράφτει. Η αυλή, ο δρόμος, μέσα τα δωμάτια, η κουζίνα της, όλα. Αν είναι μια κοπέλα σαν τη μάνα μου… αν έβρισκα μια τέτοια κοπέλα, θα την πίστευα, θα την παντρευόμουν, θα ένιωθα μια κάποια ασφάλεια, ρε φίλε. Να με ξελασπώνει, να με ξεκουράζει, να με στηρίζει και όχι όλο να απαιτεί, να θέλει και τούτο και κείνο και γω να είμαι πάντα εκεί, ο τέλειος, ο δυνατός αλλά να μη της φέρνω και αντιρρήσεις, να την σέβομαι, να της αφήνω ελευθερίες…».

Απέναντί του δυο γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, κουνάν το κεφάλι και κοιτάζονται μεταξύ τους. «Α τόσο μαλάκας έχει γίνει λοιπόν, ο παλιός συμμαθητής μου», σχολιάζει αργότερα μια συνομήλική του που μαθαίνει το αντρικό παραλήρημα.

«Μαλάκας;»

«Και φασίστας μάλλον. Μαλάκας και φασίστας», ξεσπάει η νέα γυναίκα. «Άκου μια σαν τη μάνα του! Μήπως να τη δέρνει κιόλας! Άντε μετά να βρω εγώ κάποιον της προκοπής. Τι κι αν θέλω να γεννήσω κάνα παιδί όσο έχω καιρό. Ήδη πρέπει να καταψύξω ωάρια τώρα. Αυτούς δεν τους νοιάζει. Αυτοί δεν έχουν πρόβλημα. Ως τα ογδόντα, και βάλε, μπορούν να γίνουν πατεράδες. Βλέπω κάτι τύπους στις οθόνες – ηθοποιούς, τραγουδιστές και άλλους τέτοιους, δήθεν γνωστούς – που, πενηντάρηδες, ανακάλυψαν την πατρότητα και κορδώνονται λες και κάνανε κατόρθωμα. Δε μας λένε όμως πόσο χρονών είναι η μάνα. Γιατί εγώ να πρέπει να υποστώ όλη τη βία των εξωσωματικών; Γιατί να διακινδυνεύσω με τόσες ορμόνες στο σώμα μου; Αυτοί; τι τους νοιάζει αυτούς!»

Κάθομαι στον πάγκο. Δεν έχω πια ορμόνες αναπαραγωγής. Και οι λέξεις μου, κι αυτές έχουν παλιώσει. Δεν ξέρω πώς να μιλήσω και τι να πω. Φοβάμαι ότι κανείς δε θα με ακούσει.

Όμως, εσύ, που είσαι ποιητής και μιλάς όμορφα, ξεσπαθώνεις. Είσαι 50+.

«Έχουν αλλάξει οι καιροί», λες. «Φτιαχτήκανε νόμοι, γυρίσανε τα μυαλά, φύσηξε ο αέρας της ελευθερίας. Κι αν έχουν μείνει μερικοί μαλάκες, οι φίλοι επικροτούν: Ναι, να συνυπάρξουμε», λες ότι σχολιάζουν. «Ναι, ναι, να αγκαλιαστούμε. Αυτή είναι μια καινούρια αρχή. Όλα ξανά μπορούν να υπηρετήσουν την αγάπη. Και ο όφις στα σκέλια μου», συνεχίζεις, «να εξουσιάσει ορέγεται και αυτό δεν έχει σχέση με τον έρωτα ή έστω τη συνεύρεση των φύλων». Και διαρρηγνύεις τα ιμάτια σου. Και χτυπιέσαι. Όχι, όχι. Η φύση δε φταίει. Εμείς, εμείς τα διαστρέφουμε όλα. Εμείς και η λαχτάρα μας για εξουσία.

Βουίζουν τα αυτιά μου. Το στομάχι μου πάει κι έρχεται. Μαζί παρασέρνει και λέξεις.

Αυτές τις παλιές. Ό,τι διαθέτω.

«Είναι κάτι μεγαλύτερο», λέω. «Πιο μεγάλο από τις γυναίκες κι από τους άντρες κι από όλα τα φύλα που υπάρχουν, μαζί. Το υπηρετούμε – συνήθως αγνοώντας το, δεν θα γινόταν να το αντέξουμε αν το γνωρίζαμε – όσο σμίγουμε και μπορούμε να γεννήσουμε καινούρια ζωή. Φοβόμαστε. Όλοι φοβόμαστε. Αυτές μπορούν να σας ρουφήξουν, σκέφτεστε οι άντρες. Να σας κόψουν το πέος, να σας τρυπήσουν τα αρχίδια, να σας κάνουν ανίκανους για στύση και αναπαραγωγή. Τρελοί από το φόβο σηκώνετε σαν τα άλογα τα μπροστινά σας πόδια, χλιμιντρίζετε δυνατά, θέλετε να ορμήσετε στον κάμπο ελεύθεροι. Φτιάχνετε μυς και γραμμές για να γίνετε ακόμη πιο δυνατοί, να νικήσετε κάθε επιβουλή. Κάποιοι μαζεύετε τον φόβο και τον κάνετε ματωμένη χολή.

Και τα κορίτσια απέναντί σας, όλο και πιο πολύ σφίγγονται. Κι αν ανοίγουν τα πόδια

και επιτρέπουν ελεύθερη τη διείσδυση, όμως η καρδιά τους γίνεται σκληρή και παγωμένη. Γυμνάζουν το σώμα και μαθαίνουν τρόπους για την αυτοάμυνά τους. Οργανώνονται και φωνάζουν, όλο πιο πολύ φωνάζουν. Έχουν σημαδέψει τους δρόμους με κόκκινα σημαιάκια. Κι αυτό κίνδυνος, και το άλλο προμήνυμα, και κείνο τρομακτικό. Μικροκαμωμένα ή μεγαλόσωμα, πάντα έχουν μικρότερη ρώμη από τα αγόρια. Και ο αγώνας είναι άνισος! Δεν θα σας φτάσουν στη δύναμη, δεν θα σας ακινητοποιήσουν παρά μόνο με τεχνάσματα. Και όλος αυτός ο ανταγωνισμός που θα οδηγήσει;»

Μαζεύομαι πάλι στον πάγκο μου. Δεν ξέρω. Κανείς δεν ξέρει. Εσύ όμως έχεις σηκωθεί πάλι και αγορεύεις. Σαν άντρας πάλι.

Είσαι ερωτευμένος. Ακόμη και ένας τυφλός μπορεί να το δει. Έτοιμος να σηκώσεις βουνά, μια στάλα ουρανό θα τον κλέψεις αν χρειαστεί, για να αναπαύσει το βλέμμα της η αγαπημένη. Έτσι είναι ο έρωτας. Τον έχω νιώσει και ξέρω. Όσο είμαι στην αγκαλιά σου, εσένα του αγαπημένου, γυναίκα εγώ αδύναμη και δική σου, όσο με κρατάς και γυρεύω τα χείλη σου λες και από αυτά εξαρτιέται η ζωή μου…

Σκέψου όμως τι θα συμβεί σε λίγο. Όταν θα έχεις χορτάσει.  Είναι δύσκολο να το παραδεχτείς. Δεν έχω ακούσει σχεδόν κανέναν να το κάνει. Εσύ έχεις την καύλα σου κι εγώ τον τρόμο στα μάτια. Λες ότι δίπλα σου είμαι ασφαλής. Και το πιστεύεις. Και ότι ο τρόμος στα μάτια μου είναι από άλλον εφιάλτη. Πέρα από σένα. Μακριά. Εσύ είσαι ο καλός.

Όμως δύσκολα θα σε εμπιστευτώ. Μόνο αν δεν ξέρω ή αν ξέρω καλά. Ή αν περάσουν τα χρόνια, οι εποχές και οι γενιές κι αδυνατίσει πολύ κείνο που φωλιάζει μέσα μου, υπόλοιπο της μάνας, της αδερφής, της θείας, της γιαγιάς και, ακόμη, εκείνης της αδικημένης προγιαγιάς μου. «Αχ, παιδάκι μου. Μια ημέρα να πέθαινα μετά απ’ αυτόν. Μια ημέρα. Μόνο μια ημέρα. Για να ιδώ πώς ζει ο κόσμος.»

Μη ρωτάς τι εφιάλτη βλέπω. Δε μπορείς να καταλάβεις. Εσύ είσαι εγγονός εκεινού του σατράπη προπάππου. Ό,τι και να κάνεις εσύ είσαι δισέγγονός του κι εγώ μια ακόμη σημαδεμένη εγγονή. Για να μη μιλήσω για τόσους προηγούμενους αιώνες.

Ελένη Γούλα

 

[Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο αφιέρωμα του περιοδικού Θράκα για την έμφυλη βία στις 13/1/2024

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης