Ο Ιρλανδός και ο Ιουδαίος

 


Το πάτωμα ήταν παλιό αγυάλιστο. Τα ντιβάνια κολλημένα στους τοίχους. Καλοκαίρι. Το σεντόνι με ρίγες βαμβακερό. Δύο πεθαμένα περιστέρια...

Σκεπάζαμε τα κεφάλια μας με το σεντόνι. Εγώ θα είμαι Ιρλανδός κι εσύ Ιουδαίος.  Μεγαλύτερη από μένα. Με τα μαλλιά της σγουρά ένα γύρω στο πρόσωπο. Εγώ αλογοουρά και αφέλειες. Μου έσφιγγε το κεφάλι το λάστιχο, δεν εφάρμοζε καλά στο μαξιλάρι. Γι αυτό γύριζα στο πλάι και την κοιτούσα ξαπλωμένη. Μιλούσε και γρήγορα, μου άρεσε, εγώ πιο αργά, να σκεφτώ.

Έχεις και μια μάνα και μια αδερφή. Η αδερφή σου σε αγαπάει και όταν σε σκοτώνουνε κλαίει. Μα δεν είμαι ο Ιρλανδός που πάω στο γάμο; Γιατί να με σκοτώσουν. Όχι ο Ιρλανδός. Ούτε εγώ Ιουδαίος. Οι Ιουδαίοι σταυρώσανε το Χριστό. Δε θέλω να είμαι Ιουδαίος. Παίζουμε την άλλη ιστορία. Είσαι το παλικάρι είκοσι χρονών που πας στον πόλεμο και σε σκοτώνουνε στο Γκιουλ Μπαξέ.

Τα περιστέρια είναι σκοτωμένα στο χωματόδρομο. Μια σκόνη άσπρη, βουλιάζουνε τα δάχτυλα, αφήνουνε πατημασιές. Ολόκληρες πατούσες και οι γραμμές από τα καλάμια που σέρνουνε τα πιτσιρίκια. Τώρα όμως δεν υπάρχουν πιτσιρίκια. Μόνο οι μύγες βουίζουνε. Ζζζζ βζζζζ, ζζζ. Τα έχω ζωγραφίσει. Θα σου τα δείξω μετά. Το χώμα και τις μύγες. Εμείς πρέπει να σκάψουμε ένα λάκκο για να τα θάψουμε μαζί τα περιστέρια.

Εντάξει με τα περιστέρια, αλλά η μία μας, εγώ, θα είμαι η αδερφή που θα φορέσει τα μαύρα. Η άλλη, εσύ, θα είσαι ο αδερφός που τον σκοτώνουνε με μια σφαίρα εκεί στην πηγούλα. Ξέρω τι σου λέω. Κι εγώ το έχω ζωγραφίσει. Είναι κλαριά ένα γύρω. Πράσινες δάφνες και πουρνάρια. Εσύ είσαι ο αδερφός που περπατάς ντυμένος φαντάρος. Ακούς το νεράκι που κελαρύζει, διψάς πολύ και μπαίνεις στις φυλλωσιές. Ούτε σκόνη τώρα ούτε πατήματα. Απονήρευτος είσαι, αλλά σου έχουνε στήσει καρτέρι. Σε σκοτώνουν και σε παρατάνε εκεί μέσα στα πουρνάρια. Σκυμμένο, πεσμένο. Ένας άλλος ταξιδιώτης, ένας χωριάτης βοσκός, ένας προσκυνητής στο μοναστήρι εκεί κοντά, κάποιος τέλος πάντων σε βρίσκει και το διαλαλεί ο ντελάλης.

Δε θέλω να είμαι ο φαντάρος. Ούτε Ιουδαίος. Ούτε κι εσύ η αδερφή μου που θα κλαις. Θέλω να είμαι περιστέρι. Να πετάω στον ουρανό και να βλέπω την πηγή, το νερό και τον κρυμμένο εχθρό που σημαδεύει τον στρατιώτη. Θέλω να βουτήξω γρήγορα και δυνατά πάνω από το κεφάλι του να του τσιμπήσω τα μάτια, να χάσει την ισορροπία του. Να του πέσει το ντουφέκι, να σωριαστεί και να ακουστεί το σούρσιμο από τον κώλο του έτσι όπως θα σπάζουνε οι κλάρες και θα φεύγουνε τα ζούδια.

Άιντε καλά. Αφού δε θέλεις να είσαι άνθρωπος, ας γίνουμε και οι δυο περιστέρια. Όμως πρέπει να πεθάνουμε. Έτσι είναι το τραγούδι. Λέω, ότι πρέπει να σε πυροβολήσει. Όπως θα του φεύγει το ντουφέκι από το χέρι, θα εκπυρσοκροτήσει και θα σε βρει η σφαίρα στην καρδιά. Εγώ θα είμαι η θηλυκιά. Θα έρθω να σε κλάψω και κείνος, που θα έχει σηκωθεί εν τω μεταξύ θα με σκοτώσει και μένα. Εμάς θα βρουν οι δυο φίλοι.

Εντάξει θα είμαστε τα πεθαμένα περιστέρια. Το παλικάρι θα γλιτώσει. Θα το γλιτώσουμε εμείς με τον θάνατό μας.

Σκεπάζαμε τα κεφάλια μας. Οι σανίδες, έτσι αραιές με φυράδες ανάμεσα, φέρναν τη δροσιά του υπογείου. Φυσούσε και από το παράθυρο το βορινό. Χωρίς κουρτίνα, κληματαριές και μουριές στην αυλή.

Ο πόλεμος στις ιστορίες των πατεράδων μας και στις ειδήσεις του ραδιοφώνου. Στα βιβλία, τα σύμβολα. Μέσα στο κεφάλι μας όλα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο