«συνεχίζουμε»




Μακριά απλώνεται η θάλασσα. Και εδώ κάτω απ’ τα δέντρα δεν υπάρχουν πια αυταπάτες. Έτσι είναι τα πράγματα.

 «Έλα, έλα άς τη γκουβέντα. Τούτο είναι κοντό. Φέρ’ τ’ άλλο, το μακρύ». Με δυο τέτοια πανάλαφρα 7μετρα πανιά από πλαστικό, γρήγορα-γρήγορα – «άντε δε μπορούνε να περμένουν οι εργάτες» – στρώνουμε το εκατοχρονίτικο δέντρο σβέλτα πολύ και «Άντε δε μπειράζει, άσε τώρα τη γκουρβούλα. Δε μπρολαβαίνουμε».

Να γράψω. Για να σωθεί το τουβαλίθι, το ψωμί με την ελιά, τα μαυρισμένα νύχια, τα λερωμένα δάχτυλα και το τραγούδι του πατέρα. Οι ψαλμοί του οι ατελείωτοι μαζί με το χρατς χρατς του πριονιού. Απαλός ο ήχος από το πριόνι όπως και οι άλλοι από τα κοντοράβδια και τις δέμπλες τις ξύλινες που βαρούσανε με δύναμη το λιόφτο. Όλοι οι ήχοι σε χαμηλότερο τόνο από την ανθρώπινη φωνή και το λάλημα των πουλιών. Ντουπ ντουπ, σώσον κύριε τον λαό σου! Φέρ’ το σακί! Πρόσεχε τη γκλάρα! Τις έχυσες τις ελιές Ελένη! Ονόματα οι άνθρωποι, τα δέντρα, τα πουλιά.

Είχα ακουμπήσει το στήθος μου στο δέντρο και είχα προσπαθήσει να ακούσω αν έχει φωνή να μου μιλήσει, μάτια να με δει, ψυχή να με νιώσει. Μέρος του όλου, από το ίδιο υλικό, από την ίδια ουσία αυτό κι εγώ. Αγκάλιαζα το δέντρο, που δε φτάνει ένας να το αγκαλιάσει. Στα χέρια μου δεν είχα γάντια και η ομπρέλα μου έσταζε.

Δεν πεθαίνει η ελιά. Είχα ακούσει μια φωνή στο μυαλό μου. Μόνο αν κάψεις τις ρίζες της. 

Στο ίδιο μέρος ήρθα και σήμερα. Είναι μετά την καταστροφή και περπατάω στις στάχτες. Μπαίνει η μυρωδιά στα ρουθούνια και τα μάτια μου με κόβουν. Είναι ακόμη πρωί. Αλλά πόσο καίει ο ήλιος. Αν είχε μείνει λίγη σκιά, μια συστάδα, ένα κλαρί δροσερό. Κάτι χρυσά φύλλα πάνω από τα κεφάλια μας μόνο και γίνονται χίλια κομμάτια στα δάχτυλά μας που τρέμουν. Σκόνη και καπνός. Είμαι στο ίδιο χωράφι που το Νοέμβρη απλώναμε τα πανιά, μαζεύαμε τον καρπό και σακιάζαμε. Τότε που κελαηδούσαν οι μηχανές και σωπαίναν οι άνθρωποι.

Πλησιάζω και τώρα τον μεγάλο κορμό, που είναι κατάμαυρος. Θέλω να τον αγκαλιάσω. Αν έχει φωνή θα μου μιλήσει, αν έχει μάτια θα με δει, αν έχει ζωή. Ανοίγω τα χέρια μου τα γυμνά. Δεν έχω γάντια, δεν κρατάω ομπρέλα. Το παγούρι μου είναι άδειο. Στάζουν αποκαΐδια. Κομμάτι μου τότε και τώρα. 

Άραγε η φωτιά του έκαψε τις ρίζες; Το σκότωσε η φλόγα;

Θα βάλουμε καινούριο στη θέση του. Ακούω μια φωνή πάλι στο μυαλό μου. Αν είναι η Γη, ψυχές των προγόνων, το πείσμα ή η λογική μου δεν ξέρω. Όμως σκουπίζω τον ιδρώτα με το μανίκι μου και κάνω δυο βήματα ακόμη στις στάχτες. Όσα ήταν τόσα θα μείνουν. Προσωπικό θέμα και όχι αυταπάτες. 

   

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο