"Κείον το νόμιμον"






«προσέταττε γαρ ο νόμος
τους υπέρ εξήκοντα έτη γεγονότας
κωνειάζεσθαι
και του διαρκείν τοις άλλοις την τροφήν»,[1]

Στις 30.11.2007 ο Παντελής Μπουκάλας, σχολιάζοντας το συνταξιοδοτικό στη στήλη του της «Καθημερινής» παραπέμπει στο Κείον το νόμιμον[2], αναφέροντας τον Στράβωνα χωρίς όμως βιβλιογραφική παραπομπή. Την ίδια αναφορά μπορεί κανείς να τη βρει στο διαδίκτυο (όχι στην αρχαία διατύπωσή της) και στην επίσημη ιστοσελίδα του νησιού Κέα (ή Τζια), αλλά και σε μια πρόσφατη ανάρτηση της Χρυσής Αυγής.
Εγώ εδώ θα διηγηθώ τη συνέχειά της, από μνήμης, όπως μου την έλεγε η γιαγιά μου η Γιωργία, καθισμένη στο σκαμνί της με τις μαύρες φούστες τις τσίτινες, τη μπόλκα και τη μπελερίνα στο κορμί που της έδινε σουβλιές. Ξεχνάω πολλά σημεία αλλά το γενικό νόημα μπορεί να αποδοθεί:

 Τα παλιά τα χρόνια, όταν γέρναγε ο άνθρωπος και δεν ήτανε πια καλός για τίποτα, ο γιος του έπρεπε να τον βάλει σε ένα σακί και να πάει να τον πετάξει. Ήτανε ένα μέρος, μια ρεματιά απίστωμα, που αφήνανε τους γέρους για να πεθάνουν.  
Έτσι έκαμε και κείνος ο γιος που σας λέω τώρα, ας τον πούμε Γιάννη. Έκλεισε τον γέρο πατέρα του σε ένα σακί, τον φορτώθηκε στον ώμο και κίνησε να τον πετάξει. Περπάταγε πολλή ώρα όμως και κουράστηκε. Ήτανε βαρύς ο πατέρας, έκανε και ζέστη, καλοκαίρι βλέπεις. Σε μια πέτρα τότε, σαν εκείνη την κοτρώνα που έχουμε στη Μούσγα, ακούμπησε το τσουβάλι κι έκατσε να πιει μια στάλα νερό από το παγούρι του να πάρει δύναμη. «Αχ παιδάκι μου», ακούστηκε από μέσα από το σακί η φωνή του γέρου. «Σε τούτη την πέτρα είχα ακουμπήσει κι εγώ το δικό μου πατέρα». Γύρισε το μυαλό του Γιάννη τότε. Έτσι θα με πετάξει και μένα ο γιος μου, είπε μέσα του και ξαναφορτώθηκε τον πατέρα του αλλά για να τον πάει τώρα πίσω στο σπίτι. Εκεί τον έκρυψε σε μια γωνιά στο κατώι και τον φρόντιζε κρυφά γιατί αν τον βρίσκανε θα τον βάνανε το Γιάννη φυλακή, που παράκουσε το νόμο του κράτους.
Τον τάιζε τον πατέρα του και πήγαινε κάθε φορά που είχε ένα δύσκολο πρόβλημα να τον ορμηνεύει. Και τον ορμήνευε ο γέρος και οι δουλειές του παιδιού πηγαίνανε πολύ καλά. Γιατί ήξερε ο πατέρας πότε είναι καλός καιρός για να κλαδέψει, να κιαφίσει, να γαλαζώσει. Είχε τη γνώση βλέπεις που θέλει η σταφίδα. Οι άλλοι που δεν είχανε πατεράδες για να ρωτήσουνε, κάνανε του κεφαλιού τους. Έτσι κείνο το χρόνο η σταφίδα του Γιάννη δεν αρρώστησε από τίποτα. Ούτε παλαιά, ούτε περονόσπορο. Των αλλουνώνε είχανε φουρφουλιάξει.
Με τις ορμήνειες του πατέρα του ο Γιάννης έλυσε και τα αινίγματα της φαντασμένης βασιλοπούλας, που έψαχνε να παντρευτεί έναν άντρα εξυπνότερό της.
Παραξενεύτηκε τότε η βασιλοπούλα. Ποιος ήτανε κείνος που βρίσκει όλα της τα αινίγματα; Έτσι, την άλλη μέρα, βγάνει διάταγμα ότι θα παντρευτεί όποιον προλάβει και δει πρώτος τον ήλιο να βγαίνει το πρωί.
Τα έχασε ό Γιάννης. Τι πρόβλημα ήτανε αυτό! Απελπισμένος, περίμενε να νυχτώσει και κατέβηκε στο κατώι. Μη στενοχωριέσαι καθόλου, του λέει τότε ο γέρος. Θα κοιτάς στη Δύση! Οι άλλοι θα κοιτάνε στην Ανατολή κι εσύ θα κοιτάς στη Δύση. Εκεί στην Αζανίτσα βαράει πρώτα ο ήλιος. Πίστεψε τον πατέρα του ο Γιάννης και την άλλη μέρα είδε πρώτος την αχτίνα που έπεσε στο βουνό.
Η βασιλοπούλα αναγκάστηκε να τον παντρευτεί. Ήτανε όμως να σκάσει. Πώς κατάφερες να λύσεις τα προβλήματα, τον ρώταγε και τον ξαναρώταγε, δεν της φαινότανε και πολύ ξύπνιος ο άντρας που είχε παντρευτεί. Ο Γιάννης τα χρειάστηκε, αλλά ο πατέρας του και πάλι του είπε τι να κάνει. Έτσι την έβαλε να ορκιστεί ότι δε θα θυμώσει ούτε θα τιμωρήσει αυτόν ούτε και κανέναν άλλο, και της μαρτύρησε το μυστικό.
Και τότε η βασιλοπούλα, εξηγούσε η γιαγιά μου, ήτανε όπως είπαμε έξυπνη, η εξυπνότερη στο βασίλειο, έβγαλε νόμο, που απαγόρεψε κείνη τη φοβερή συνήθεια. Έκλεισε το νεκροταφείο των γερόντων και με άλλο νόμο, τους ανάγκασε όλους τους νέους να κρατάνε τους γέρους μέσα στο σπίτι και να τους φροντίζουνε ως το τέλος και ας μην ήτανε καλοί για τίποτα.
Κι από τότε, να ξέρεις κατέληγε η γιαγιά, κρατάει τούτη η καινούρια συνήθεια να μην τους πετάνε τους γέρους και να τους προσέχουνε ακόμη και όταν γεράσουνε πολύ και καταπέσουνε[3].

Την πίστευα τη γιαγιά μου, μόνο τελευταία αρχίζω πάλι να φοβάμαι μήπως και αλλάξουν τα πράγματα.[4]


[1] Μετ. «Υπήρχε νόμος που διέτασσε όσους ήταν πάνω από 60 να πίνουν εθελοντικά το κώνειο, ώστε να αρκέσει η τροφή για του υπόλοιπους»
Σε μια πολιορκία των Αθηναίων οι κάτοικοι της Κέας, όπως διασώζει ο Στράβων, είχαν τολμήσει να νομοθετήσουν την ευθανασία. Οι γέροντες άνω των 60 ετών μπορούσαν να επιλέξουν μέσα σε μια εορταστική τελετή να πιουν το κώνειο. Η λύση προκρίθηκε λόγω της έλλειψης τροφίμων αρχικά, διατηρήθηκε όμως μέχρι την διάδοση του Χριστιανισμού, όπως λένε οι σημερινοί κάτοικοι στην επίσημη ιστοσελίδα τους.
[3] Εμείς τα γαϊδούρια, όταν γερνάγανε πολύ τα δέναμε στο χωράφι και τα αφήναμε να ψοφήσουνε. Ούτε νερό ούτε φαΐ τους βάναμε. (Κατίνα Γούλα, ετών 85 αγρότισσα)  

[4] Δημοσιεύσεις από την περίοδο της επιδημίας του κορονοϊού: 72αχρονος ιερέας στην Ιταλία έδωσε τον αναπνευστήρα του για να σωθεί νεότερος ασθενής: https://www.iefimerida.gr/zoi/koronoios-italia-iereas-anapneystiras-se-neotero

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο