πρωί

Ο Ε. Χ. Γεωργίου ξύπνησε από τον ύπνο του. Κοίταξε το φως που έμπαινε από το παράθυρο. Ξημέρωνε. Ούτε σύννεφα ούτε νέφος. Θα είναι μια ευχάριστη μέρα. Στάθηκε λίγο περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως στην άκρη του τζαμιού – ούτε κρύο ούτε ακόμη η ζέστη η αποπνικτική. --Θα ήθελα να μην ζω όταν ξανάρθει η αφόρητη ζέστη... Το μεγάλο ταξίδι το σκεφτότανε κάθε μέρα. Ειδικά απ’ όταν πέθανε η Μαρία τον περσινό Δεκέμβριο. Τότε είχε πρωτοκάνει κι αυτή την ευχή. Αλλά δεν εισακούστηκε. Όχι μόνο δεν έφυγε στη διάρκεια του χειμώνα, αλλά του παρουσιάστηκε και τούτος ο όγκος πίσω στην πλάτη. Έβαλε τον καθρέφτη, σιχαμένα κύτταρα που μεγαλώνουνε με δική τους πρωτοβουλία και του καθορίζουνε τη ζωή.