"πόρος θα πει πέρασμα"
Πήγαμε στον Πόρο. Πέρασμα θα πει. Ένα στενό πέρασμα και βρίσκεσαι στην απέναντι ακτή. Κατοικήθηκε από την ύστερη εποχή του Χαλκού - δηλαδή 1000-2000 χρόνια π.Χ. Μαρτυρίες από τότε είδαμε στον αρχαιολογικό χώρο της Καλαυρείας (καλή αύρα = καλός αέρας δηλαδή) όπου βρισκόταν ο ναός του Ποσειδώνα. Από κάτω αγναντεύαμε τη θάλασσα της Βαγιωνιάς- εκεί λένε ήταν το αρχαίο λιμάνι - και απέναντι τα νησιά Αίγινα και Αγκίστρι, τα Μέθανα με την Καημένη και πιο πέρα στο βάθος το Σούνιο με τον άλλο ναό - μεγαλόπρεπο αυτόν - ναό του Ποσειδώνα. Εκεί στον αρχαιολογικό χώρο δεν υπήρχε φύλακας, δεν πληρώσαμε εισιτήριο. Διαβάσαμε στις πινακίδες ότι ανασκαφές κάνει το Σουηδικό Ινστιτούτο και πήραμε πληροφορίες για τα κτίρια που υπήρχαν εκεί. Μόνο λίγες πέτρες σώζονται και κάτι βάσεις από κολόνες. Ένα χάλκινο άγαλματάκι του Ηρακλή - το σπουδαιότερο εύρημα - δεν ανέφερε η πινακίδα σε ποιο μουσείο βρίσκεται.
Κάτω από τον ήλιο με τα καπέλα μας ευτυχώς, χωρίς αέρα και τα πουλιά στα ψηλά δέντρα - κοτσύφια νομίζω - για μια στιγμή σκεφτήκαμε τον Δημοσθένη που εδώ στο μεγάλο ναό ήρθε να πιει το κώνειο. Δεν είχε καταλάβει, δεν είχε αισθανθεί το γύρισμα των καιρών. Αγωνίστηκε πολύ να γίνει ο καλύτερος, κλεινότανε σε σπηλιές, ξύριζε μόνο το μισό του μάγουλο και έστελνε τον υπηρέτη του να φέρει λίγο φαγητό ως που να τελειώσει αυτούς τους περίφημους λόγους του, όμως δεν ήθελε να πιστέψει πως οι καιροί αλλάξανε και το πλήρωσε με τη ζωή του.
Το απόγευμα ανεβήκαμε στο ρολόι. Ολόκληρος ο λόφος σμιλεμένος με σκάλες. Τις λένε κλίμακες και τους έχουν δώσει ονοματεπώνυμα ανθρώπων. Δεν συγκράτησα τα ονόματα. Μικρές πινακίδες σε χρώμα μπλε κολλημένες στους τοίχους των σπιτιών. Κάτι όμορφα σπίτια περιποιημένα, ασπρισμένα, με λουλούδια, με χρώματα στα παράθυρα και στις γλάστρες, ζηλευτά.
Όμως πώς ανεβαίνουν οι κάτοικοι εδώ πάνω, πώς κουβαλάνε τα ψώνια, πώς ανεβάζουν τα έπιπλα και όλα όσα χρειάζεται ένα σπίτι και ένα νοικοκυριό, αναρωτιόμαστε γιατί μόνο σκαλιά ανεβαίναμε και φουσκώναμε και βαριανασαίναμε. Εκεί πάνω, όμως, στην αυλή ενός μικρού σπιτιού αναψοκοκκινισμένο και ιδρωμένο είδαμε τον άντρα που μας σέρβιρε παγωτά στον παραλία. Μαύρη βανίλια! είπα, κι έσκασα στα γέλια! Γέλασε κι αυτός. Σεζόν είμαι δεν ξέρω πολλά από δω, είπε. Όμως υπάρχει ένας δρόμος, που ανεβαίνει μέχρι απάνω. Έρχεται ο Δήμος να μαζέψει τα σκουπίδια, το αμάξι του σούπερ μάρκετ να φέρνει ψώνια, φέρνουν και κανένα σμαρτάκι, όπως αυτό της γειτόνισσας.
Η θέα ήταν όλα τα λεφτά. Βασίλευε ο ήλιος, έπαιρνε χρώματα η θάλασσα, οι απέναντι στεριές, τα βαρκάκια που ήταν αραγμένα στον κόλπο, το φερυ μποουτ που περνούσε αργά. Πέτρες μεγάλες κοτρώνες εμποδίζανε το περπάτημα - μα έπρεπε να το φτιάξουν, να ισιώσουν το μέρος, έλεγε κάποια ηλικιωμένη κυρία - οι πιο πολλοί όμως βγάζαμε φωτογραφίες, ποζάραμε, αγκαλιαζόμασταν ή καμαρώναμε που είχαμε καταφέρει να ανεβούμε κει πάνω και να βλέπουμε από ψηλά τον κόσμο τον απέραντο.
Μετά, στο δωμάτιο που νοικιάζαμε, έμαθα για τα έξι παιδιά και τα δεκαοχτώ εγγόνια της κυρίας Χ. Ναι όλα, όλα τα ανεβάζουμε στα χέρια. Και τα έπιπλα, και τα ψώνια και τα νερά. Όλα. Το δικό μας το σπίτι, το πατρικό είναι από την πίσω μεριά του ρολογιού. Εκεί δεν υπάρχει δρόμος. Μόνο σκαλιά. Έχει ωραία θέα, είναι πολύ όμορφα, αλλά πρέπει να ανεβαίνουμε 70 σκαλιά κάθε φορά. Και εκεί σ’ αυτό το σπίτι μαζεύεστε όλοι; ρώτησα Ναι εκεί. Όλοι. Και μαγειρεύετε και φτιάχνετε τα γλυκά... ναι! Ναι! Έτρεμε το κεφάλι της, γελούσε όμως και αποκρινόταν με ενθουσιασμό σε ό,τι ρωτούσαμε. Στα παρτέρια μεγαλώναν λουλούδια, το νεράκι έτρεχε στις χαλαρωτικές κατασκευές - εδώ ένα πιθάρι διαμορφωμένο, εκεί κάτι κουπίτσες η μία κάτω από την άλλη - κυλούσε το νερό, κελάρυζε, σκόρπιζε δροσιά. Καθαρά, τακτικά, χρωματιστά, δροσερά.
Την άλλη μέρα πήγαμε στο Μοναστήρι. Δίναν δωρεάν λεμόνια - πάρτε λεμόνια, έγραφε μια ταμπελίτσα - λουκούμια και άρτο. Αγοράσαμε το βιβλιαράκι για να διαβάσουμε την ιστορία της μονής - από συνήθεια μάλλον γιατί μας την είχε ήδη δώσει στο πιάτο το τσατ τζι-πι-τι. Στις μέσα σελίδες ποζάρανε οι τέσσερις μοναχοί σε μια φωτογραφία με τα μαύρα τους ρούχα, τις γενιάδες και τη σοβαρή τους έκφραση.
Μοσχομύριζε η αυλή βασιλικούς, ριχόσπερμα, λεμονιές και η εκκλησία - καθολικό λέγεται η εκκλησία στις μονές - λιβάνι. Ένα εντυπωσιακό τέμπλο, ξυλόγλυπτο με πολλές πολλές εικόνες. Τρεις σειρές εικόνες από πάνω ως κάτω, ενσωματωμένες στα σκαλίσματα, έλικες, φύλλα από αμπέλια, σταυροί και άλλα στολίδια ξύλινα και μέσα τα πρόσωπα σοβαρά, μυστηριακά, κάπως σκοτεινά και λίγο ενοχικά όλα.
Φωτογράφισα το τέμπλο και τις εικόνες - χάλια οι φωτ. Πιο πολύ επέμενα σε μια μικρούλα εικόνα στο προσκυνητάρι, με ασημένιο στρώσιμο και αναθήματα μπροστά της, που μετά, είδα στο βιβλιαράκι πως ήταν του ήρωα Αντρέα Μιαούλη. Την είχε στο καράβι του ο ναύαρχος και σ’ αυτήν γονάτιζε πριν από κάθε μεγάλη επιχείρηση. Ο θρήσκος Μιαούλης, ο ιδιοφυής, που έκαψε αυτός, ο έλληνας υπουργός ναυτιλίας της απελευθερωμένης Ελλάδας τον ελληνικό στόλο εδώ στο λιμάνι του Πόρου, γιατί διαφωνούσε με τον Καποδίστρια.
Γεμάτη η αυλή με σταυρούς, τάφους αγωνιστών του 21 και βαρύγδουπα επιγράμματα.
Κατεβαίνοντας είπαμε να πιούμε και από το νερό, που όπως διαβάσαμε, γιάτρεψε κείνο τον πρώτο ιερωμένο το 1700 τόσο, τον κτήτορα του Μοναστηριού. Έσταζε μόνο. Στέρεψε η πηγή, είπε ένας κύριος θλιμμένος, που τάιζε μια γάτα. Δε βρέχει πια. Θυμάμαι που έτρεχε το νερό και έπεφτε στο ποτάμι εδώ από κάτω και βούιζε. Γεμάτος ο δρόμος νερά ήτανε.
Τράβηξα βίντεο τις σταγόνες, τη χρονολογία χαραγμένη στο μαρμάρινο πλαίσιο, το λιοντάρι με το ανοιχτό στόμα από όπου κανονικά ξεχυνόταν το άφθονο θεραπευτικό νερό. Τώρα μόνο στα φαρμακεία τα ιάματα για τη λιθίαση. Στα νοσοκομεία η λιθοτριψία.
Μπήκαμε στο αμάξι, ευτυχώς ο ήλιος είχε κρυφτεί στα σύννεφα, δεν έκανε πολλή ζέστη και θυμήθηκα κείνη τη σχολική φράση που είχαμε μάθει τότε στην Εφταετία απέξω. “Απέσβετο και λάλον ύδωρ”, αλλά δεν μπορούσα να βρω τη σχέση και τον συμβολισμό. Πώς η αμφίσημη Πυθία είχε μιλήσει τόσο καθαρά και τελεσίδικα. Πώς ο Λοξίας ίσιωσε σ’ αυτό τον κατακάθαρο χρησμό με σκοπό να απελπίσει τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, που έτυχε να βρίσκεται τότε στο πέρασμα των καιρών. Μάλλον θα πρόκειται για μια εκ των υστέρων κατασκευή της ανερχόμενης διανόησης προκειμένου να στηριχθεί η νέα θρησκεία, σκεφτόμουν. Ένας τρόπος για να εδραιωθεί η νέα εξουσία, να υπερισχύσουν τα καινούρια ήθη και να ξεχαστούν τα παλιά.
Μια ξαφνική συμπάθεια ένιωσα μέσα μου για κείνον το βασιλιά, έτσι στο πέρασμα των καιρών που βρίσκομαι κι εγώ - καινούριες γλώσσες, ακατανόητες, κορμιά ζωγραφισμένα, λέξεις που δεν μπορώ να διαβάσω.
Μην το βάζεις κάτω - ούρλιαξε η αρχαία φωνή στο μυαλό μου. Αν το βάλεις κάτω, πάει, χάθηκες. Ο κόσμος, προχωράει και χωρίς εσένα. Σήκωστ’ τα μπατζάκια σου, κοίτα το πέρασμα και πέρνα.
Ελένη Γούλα, 30-5-25
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου