τσιγάρο και ούζο


 

Ο φίλος μου είχε καφενείο εκεί. Καφέδες, ούζα, λίγο μεζέ. Κάπνιζε πολύ. Μέσα στο καφενείο και έξω από αυτό. Όλοι καπνίζαμε τότε μα αυτός πιο πολύ. Κάναμε παρέα. Και πώς είναι να δουλεύεις σε τέτοια περιοχή; τον είχα ρωτήσει.Πώς είναι να κάθεσαι ως αργά και να είναι όλοι αυτοί εκεί γύρω, οι πελάτες σου; Είχε κουνήσει το κεφάλι, ή μπορεί και τα χέρια, τα μάτια. Ίσως τίναξε και τα πόδια του. Δε θυμάμαι. Έχουν περάσει τα χρόνια. Πάντως δε είχε απαντήσει κάτι από αυτά που φανταζόμουν μέσα στην ανόητη άγνοιά μου. Δεν είπε για παράδειγμα ότι πονάει η ψυχή του, ότι θυμώνει, ότι θέλει να πάρει μια σκούπα, ένα φτυάρι, να βάλει μια δυνατή βόμβα, να οπλίσει ένα καλάσνικοφ. Δεν ικανοποίησε τη ρηχή περιέργεια της ερώτησής μου. Όπως δε μιλούσε και ο πατέρας κάθε που τον ρωτούσα. Για κείνον όμως ήξερα και δεν επέμενα. Κοίταζα μόνο το δίπλωμα Ευγνωμοσύνης στο χωλ κρεμασμένο και άκουγα για τη σύνταξη της γιαγιάς που μας ξελάσπωνε, όπως λέγανε στο χωριό. 

Ο φίλος μου ερχόταν στην παρέα καπνίζοντας, γελούσε δυνατά και μας φρόντιζε όλους. Σιγά δεν είναι τίποτα. Έλα πάμε μια βόλτα έλεγε και μας έφτιαχνε σάντουιτς με σπετζοφάι, τη σπεσιαλιτέ του. 

Όταν έμαθα ότι ήταν άρρωστος κ θα πέθαινε, ακόμη δεν είχα συμφιλιωθεί με το θανατικό που μας περιτριγυρίζει πια από παντού και μας παίρνει τους καλύτερους

Αγόρασα μια τούρτα κ πήγα στην κλινική να τη φάμε στη βεράντα. Δεν έφαγε ούτε μπουκιά. Η ζάχαρη, η σοκολάτα και όλη η γλύκα του κόσμου, κόμπος και πίκρα. Γιατί ρε φίλε; καταπίναμε τις μπουκιές με τη γυναίκα του κι αυτός ούτε που κοίταξε.

Σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια και τόσους θανάτους και απώλειες καθώς πέρασα από το μέρος, με σταμάτησε ξαφνικά ολοζώντανος με τα μαύρα του μαλλιά και το αρυτίδιαστο πρόσωπο

Στάθηκα λίγο πιο πέρα, στη σκιά του μικρού δέντρου και δίπλα στο μπατσικό να τον κοιτάξω καλύτερα. Ένας αστυνομικός μιλούσε στο τηλέφωνο κι ένας άλλος ήταν μέσα στο αμάξι. 

Λες και δεν μου είχε ξανασυμβεί. Λες και πρώτη φορά περνούσα από αυτά τα δρομάκια. Στη γειτονιά μας, δίπλα στα ωραία διατηρητέα κτίρια, εκεί που ήταν το καφενείο.  

Φοβήθηκα και αγριεύτηκα. Μια κοπέλα κρατούσε και κράδαινε κάτι που μου φάνηκε γκλομπ. Είδα και μια κυρία με ωραίο κραγιόν, ακόμη δεν είχε εξαθλιωθεί αυτή, που διαπραγματευόταν. Ήταν και αλλοδαποί και άλλοι, πολύ νέοι. Σκούροι σωροί από σώματα σε διάφορες στάσεις. Και η μυρωδιά του κάτουρου παντού.

Σε είχα ρωτήσει ρε φίλε πώς άντεχες να ζεις, να δουλεύεις και να συναλλάσσεσαι με όλα αυτά τα ρημαγμένα κορμιά. Δεν ήσουν γιατρός,  εκπαιδευμένος νοσοκόμος, μόνο ένας καλός φίλος, ο καλύτερος από τους αγαπημένους, που ήθελες να μας φροντίζεις και να μας βλέπεις να γελάμε.

Τώρα στέκομαι δίπλα στο μπατσικό, κάτω από τον ήλιο, προφυλαγμένη από τη μπόχα και πάλι το ίδιο μου έρχεται να ρωτήσω. Πιο πίσω, αυτοί σκελετωμένοι, ανακατεύουν κάδους ψάχνουν ιδέα δεν έχω τι. Ένας χώνει το πλαστικό λοστάρι, που είχα νομίσει για γκλομπ στο φρεάτιο. Ίσως του έπεσε μέσα κάτι πολύτιμο. Και μια κοπέλα καθισμένη κατάχαμα σπάει τις φυσαλίδες από ένα κομμάτι πλαστικό περιτυλίγματος. Αυτό που και μένα μου αρέσει να κάνω. Που με χαλαρώνει.

Αλλά πώς να χαλαρώσεις ρε φίλε; πώς να αντέξεις; πώς.

Ελένη Γούλα

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

πράγματα

"κέρβερος"

Κάτω απ’ το Σάος, το φεγγάρι