τουβαλίθι vs τάπερ


 

για τη Βαλάντη που πρότεινε

Το βασικότερο, να έχει απάγκιο κει που θα κάτσουμε να προσμπουκίσουμε.

Κι ύστερα...

Να γράψω. Για να σωθεί το τουβαλίθι, το ψωμί με την ελιά – νηστεία γαρ Νοέμβρη, Δεκέμβρη– και τα μαυρισμένα νύχια, τα λερωμένα δάχτυλα (κάθε φορά έβγαζα άφθες στο στόμα, άμαθη όπως ήμουν, έπιανα το ψωμί χωρίς να πλύνω τα κουρασμένα χέρια μου, πώς να πλύνεις τα χέρια στο χωράφι), και το τραγούδι του πατέρα και οι ψαλμοί που δεν έλεγαν να σταματήσουν. Ο ήχος από το πριόνι χειρός του ιδιοκτήτη – κάθε ελιά στο χώμα, το δικό του δέρμα γρατσουνούσε  – απαλός όπως κι όλοι οι ήχοι από τα κοντοράβδια που βαρούσανε με δύναμη το λιόφτο. Όλοι οι ήχοι σε χαμηλότερο τόνο από την ανθρώπινη φωνή και το λάλημα των πουλιών. Ντουπ ντουπ, σώσον κύριε τον λαό σου! Φέρε το σακί! Πρόσεχε την κλάρα! Τις έχυσες τις ελιές Ελένη! Ντουπ-ντουπ! Πιάσε το πανί. Στρώστο, να κουρβουλιάσει. Κοίτα να καβαλήκει καλά!

Ονόματα οι άνθρωποι, τα δέντρα, τα πουλιά.

Τώρα όλοι φοράμε γάντια, κανείς χωρίς γάντια και δεν έχουμε τουβαλίθι μόνο τάπερ πλαστικά, πιατάκια χάρτινα, ποτηράκια μιας χρήσης. Εκεί ο καφές, εκεί το σάντουιτς, το κρουασάν μέσα σε αεροστεγή συσκευασία. Μόνο στο διάλειμμα οι ήχοι των ανθρώπων. Όλες τις άλλες ώρες αντιβουίζουν οι μηχανές.

Να πάρουμε μηχανήματα για να βγαίνει πιο εύκολα η δουλειά, χωρίς τόση κούραση - η καινούρια εξέλιξη το τεράστιο θηριώδες χτένι που τινάζει μόνο του τα δέντρα. Οι εργάτες δεν συμφέρουν τον μικροκαλλιεργητή. Εταιρίες θα τα αγοράσουν όλα, όμως ακόμη ούτε οι εταιρίες ενδιαφέρονται, πρέπει ίσως να απαξιωθούν κι άλλο οι καλλιέργειες – οι έμποροι και οι εταιρίες κερδίζουν έτσι κι αλλιώς.

Όμως...

Μην ακούς τις κουβέντες του καφενείου. Ούτε υπεραπλουστεύσεις της ιστορίας. Μετασχηματισμοί, δυνάμεις από μέσα κι από έξω, ζυμώσεις, αντιφάσεις και συμφέροντα. Ο μύλος της ιστορίας και της ζωής. Μια στιγμή ζει ο άνθρωπος. Μια κουτσουλιά ελάχιστη στο σύμπαν και στον κόσμο.

Αγκαλιάζω το δέντρο. Είναι Σάββατο σήμερα και βρέχει. Φοράω γαλότσες, αλλιώς θα βούλιαζα στη λάσπη. Τα χορτάρια μου φτάνουν στο γόνατο. Το δέντρο όμως εκεί. Ο κορμός του μεγάλος, δεν αγκαλιάζεται από έναν. Στάζουν τα φύλλα του, αλλά κρατάω ομπρέλα. Κανείς σήμερα δε μαζεύει ελιές. Το χωράφι στους φυσικούς του κατοίκους. Εμείς περαστικοί, εφήμεροι, λίγοι. Μπορεί να το κόψουμε τούτο το δέντρο. Έχουμε τα μηχανικά μέσα να το κόψουμε στα σταυρώματα ή κι από τη ρίζα. Θα ζεστάνει το σπίτι μας μια βδομάδα, ίσως και περισσότερο, με τα κούτσουρά του. Εμείς εκεί, με τα πόδια απλωμένα μπροστά στις φλόγες και τη θαλπωρή να περονιάζει την ψυχή μας. Τούτο το μεγάλο δέντρο σε τούτο το κακοτράχαλο χωράφι που δε συμφέρει να απλώσουμε τα πλαστικά μας πανιά, να βάλουμε μπροστά τα πανάκριβα - πληρωμένα απ’ τα ελάχιστα έσοδα ή από την επιδότηση της Ευρώπης - μηχανήματά μας για να μαζέψουμε τον καρπό του. Ένα καρπό που μάθαμε στο σχολείο να θεωρούμε ευλογημένο. Που έρχεται από τα αρχαία χρόνια, αυτά που μας πιπιλάνε τα βιβλία, ακούμε από γέρους – σχεδόν γέροι πια κι εμείς. Αγκαλιάζω το δέντρο και προσπαθώ να ακούσω αν έχει φωνή να μου μιλήσει, μάτια να με δει, ψυχή να με νιώσει. Μέρος του όλου, από το ίδιο υλικό, από την ίδια ουσία αυτό κι εγώ, πρόσφατα το εμπέδωσα, η μόνη χρήσιμη γνώση της ώριμης ηλικίας μου που τώρα με κατευθύνει. Αγκαλιάζω το δέντρο. Στα χέρια μου δεν έχω γάντια, η ομπρέλα στον ώμο για να μείνουν οι χούφτες ελεύθερες και τα μπράτσα μου άδεια. Το στήθος μου ακουμπάει τον κορμό, αυτό το άγριο ξύλο που προορίζεται για το τζάκι μας.

Δεν πεθαίνει η ελιά. Ακούω μια φωνή στο μυαλό μου. Μόνο αν κάψεις τις ρίζες, εξηγεί η μάνα μου και είδα κι εγώ το γείτονά μου μέσα στο βράδυ μια χρονιά δύσκολη που πάλευα πάλι με τον εαυτό μου. Έκαιγε η φωτιά τη γέρικη κουρβούλα, βγαίναν καπνοί και φλόγες μέσα από το μεγάλο κουφαλιασμένο κορμό. Την ήθελε την αυλή του ελεύθερη από ρίζες και γέρικα παλαιικά δέντρα ο άνθρωπος. Θα φύτευε όμορφα φουντωτά πράσινα φύλλα, σκιά πλατιά για το ζεστό καλοκαίρι – όλο και πιο ζεστά πια τα καλοκαίρια μας.

Και όμως, την επόμενη άνοιξη, από αυτές που ακόμη κυκλοφορούσαμε χωρίς προφυλάξεις, ελεύθεροι εν αγνοία μας, τα είδα τα μικρά φυλλαράκια να βγαίνουν από το χώμα λαμπερά. Είχα πλησιάσει και τότε στην αυλή του γείτονα καθώς η όμορφη γυναίκα του έπλενε τα χαλιά της με νερά που τρέχανε, όλο τρέχανε. Να την καλημερίσω, να ρωτήσω πώς είναι τα παιδιά, να μιλήσω σαν άνθρωπος σε άνθρωπο. Και έτσι τα είδα. Τα ασημένια μικρά σκληρά φυλλαράκια. Δίπλα στα άλλα τα πλατιά πράσινα όμορφα φύλλα του ακριβού καινούριου φυτού. Βγαίνανε από τη γη άγρια, δυνατά.

Τουβαλίθι: πετσέτα φαγητού

Προσμπουκίζω: κολατσίζω

Κοντοράβδια: τα κοντά ξύλινα ραβδιά για το ράβδισμα της ελιάς

κουρβούλα: ο χοντρός κορμός της ελιάς όπως βγαίνει από τη γη. 

Ελένη Γούλα

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

αποβροχάρης

από τον πάγκο