αποβροχάρης

Δεν έβγαλα φωτογραφίες γιατί βιαζόμουν. Τα είδα τα δεντράκια όμως. Στρογγυλά, χαμηλά, χωρίς στερφάδια, στο καθαρό χωράφι. Πριν δυο χρόνια είχαν καεί στη μεγάλη φωτιά, που την κοιτάζαμε να καταπίνει τους κόπους μας. Όμως τα κλαδέψαμε έτσι όπως μας είπε η μάνα και φέτος, έχουν ελιές. 

 Να τραβάς, να ξύνεις, να σκάβεις. Να κρατάς τον τόπο σε ετοιμότητα. Όταν πλακώσει το νερό δεν καρτεριέται. Ορμάει και όποιον πάρει ο χάρος. Τότε καταλαβαίνεις πόσο ανόητος είναι ο άνθρωπος. Μικρός και ανόητος. 

Περπατάω στο χωράφι βιαστικά. Να κόψω τα στερφάδια και να καθαρίσω ένα γύρω τα δέντρα, να μπορούμε να στρώσουμε τον Νοέμβρη, όταν έρθουμε για τις ελιές. Τα χειρότερα είναι οι μικρές αγκορτσιές που όλο φυτρώνουν και απλώνονται. Έχουν κάτι αγκάθια σκληρά, φαρμακερά. Μη σε τρουπήσει αγκορτσιά πρόσεχε, μας έλεγαν από μικρά και η γιαγιά με φώναζε να της βγάζω τα αγκάθια που μπαίνανε στα δαχτυλά της. Τώρα οι αγρότες φορούν γάντια χοντρά όταν πάνε να κόψουν αγκορτιές, βάτα, σφάλαχτρα... Μερικοί αλείφουν τους κομμένους κορμούς με ραουνταπ. Προσεχτικά, με πινελάκι. 

 Δε θέλω να βάλω δηλητήριο, ούτε θα ψάξω τώρα για κανένα έμπειρο εργάτη να την κάνει αυτή τη δουλειά. Κουβαλάω από δέντρο σε δέντρο τα εργαλεία μου μέσα στην τσάντα - πριόνι, ψαλίδι μικρό, ψαλίδα μεγάλη, τσεκουρίτσα. Ο καιρός είναι μουντός. Κουφόβραση, αλλά ούτε ψιχαλίζει ούτε βρέχει. Κάπου-κάπου φυσάει μόνο αέρας αποβροχάρης και φέρνει τη μυρωδιά της βροχής. Αυτής που έπεσε τις δυο προηγούμενες μέρες και ακόμη πέφτει σε άλλα μέρη της χώρας. Πνίγεται η Θεσσαλία, σπάνε τα φράγματα, φουσκώνουν τα ποτάμια. Όλα χαθήκανε κει. Μπαμπάκια, ζώα και άνθρωποι. Ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους ανήμποροι ηλικιωμένοι, ολομόναχοι, βοσκοί που σαλαγούσαν κοπάδια να τα σώσουν από τη μεγάλη καταστροφή. Πάνε τα ζώα. Γέμισε ο κάμπος κουφάρια. Τουμπανιάζουν τώρα και ζέχνουν. Θα πλακώσουν αρρώστιες και πείνα. 

Δεν τράβηξα φωτογραφίες. Βιαζόμουν. Το πλάκωμα που με κυνηγάει όλες τις μέρες όλο βαθαίνει. Παρακολουθώ τις ζυμώσεις στο μικρό μου τόπο. Δεν έχουν αρμοδιότητες πια, λέει ο φίλος. Όλα περνούν από τα κεντρικά γι αυτό και δεν θέλουν να μπούνε στα ψηφοδέλτια. Εσύ; Μπαίνεις εσύ; Εγώ; Μα εγώ δε μπορώ να τα βάλω με τα θηρία. Δεν έχω τα φόντα. 

Είναι ο καπιταλισμός λένε όσοι ψαχνουν σχηματικές εξηγήσεις. Τα φράγκα τους νοιάζουν. Συμφέρει να δίνεις επιδόματα και όχι να φτιάχνεις έργα υποδομής. Τόσο απλό. Ας πνιγούν ο Βόλος, η Εύβοια, η Καρδίτσα... Ας καεί ο Έβρος, η Ρόδος, η Εύβοια και ο τόπος όλος. Ας μαχαιρωθούν οι νέοι στους δρόμους, ας βουλιάξουν τους αδύναμους στη θάλασσα. Αναλγησία και χειραγώγηση μέσω του σοκ. 

Ναι, αλλά εμείς; Ο καθένας από μας; Έτσι όπως τραβιόμαστε ένας ένας στον ιδιωτικό μας χώρο, κατεβαίνει όλο πιο κάτω ο πήχυς. Τι έργα να γίνουν, τι όραμα, τι προοπτική; Τα δύσκολα όπως και τα εύκολα, θέλουνε μοίρασμα. Χέρια, πόδια, κουβέντα, μεζέ, τραγούδι. 

Φτάνω στην τελευταία πεζούλα. Μετά ο λόγγος και οι μεγάλες πέτρες. Σηκώνω τη μέση που έχει πιαστεί, κοιτάω πέρα στο Νότο τη θάλασσα και παίρνω ανάσα. Τόση ομορφιά γύρω μας. Τόση ομορφιά. Μαζί και οι πέτρες και οι αγκορτιές με τα αγκάθια και όλα όσα δυσκολεύουν την καλλιέργεια. Όλα μαζί στην εικόνα της ομορφιάς. 

Αφήνω κάτω την τσάντα με τα εργαλεία, σκουπίζω τον ιδρώτα από το πρόσωπό μου. Τσάπα, πριόνι, ψαλίδι και ιδρώτας. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει. Να καθαρίσεις, να ξελογγώσεις, να κόψεις, να ισιώσεις να παραμερίσεις τριβόλια και παγίδες. 

Ελένη Γούλα

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

από τον πάγκο