κακό χωριό τα λίγα σπίτια

 


 

Μπορεί να φταίνε τα στενά όρια. Οι λίγοι άνθρωποι. Τα ονόματα που είναι όλα γνωστά. Εύκολο να μπεις σε όλα τα σπίτια. Να μάθεις όλες τις ιστορίες. Να κοιτάξεις πώς στρώνουν το τραπέζι, τι καλύμματα έχουν στα κρεβάτια, αν υπάρχουν ασπρόμαυρες φωτογραφίες στους τοίχους. Θυμάσαι περιστατικά, ιστορημένα και καταγραμμένα στη μνήμη της μάνας, του πατέρα, της γιαγιάς, του φίλου, τη δική σου. Ξέρεις τι έκανε ο παππούλης του! Και ο πατέρας του τότε δεν άφηκε να περάσει ο δρόμος απ’ το χωράφι. Άσε που τρέχανε οι μύξες του, κάτι κίτρινες μύξες όταν ήταν μικρός! Τέτοια κι άλλα πολλά.

Ύστερα, είναι και η πρόχειρη σύγκριση. Γιατί αυτός και όχι εγώ! Τι παραπάνω έχει τούτος από μένα! Στο ίδιο σχολείο πηγαίναμε. Τα ίδια σοκάκια γυρίζαμε. Τις ίδιες μαλακίες κάναμε. Δε μπορεί να είναι αυτός καλύτερός μου. Έλα! Θα μετρηθούμε. Να το κρεβάτι.

Ο καθένας και το κρεβάτι του. Για να μετράει. Να κόβει, να τραβάει, να σκοτώνει. Κάθε τι που δεν ταιριάζει στο δικό του μέτρο.

Ξέρεις ποιος είμαι γω; Το μέτρο του σύμπαντος. Το μέτρο της ζωής. Το μέτρο του γέλιου, της χαράς, του έχειν, του είναι, του φαίνεσθαι. Υποδεκάμετρο, ζυγαριά, μπορεί και αλγόριθμοι.

Το μέτρημα δε σταματάει ούτε και γι αυτούς/ές/@, που έφυγαν από τον τόπο – εκεί όπου όλα τα μετρούν και όλα τα στενεύουν – και ξεχωρίσαν στον απέραντο κόσμο του πλήθους. Χιλιάδες τα σπίτια, δισεκατομμύρια οι ψυχές εκεί.   

Αυτοί που ξεφύγαν μπορεί να φτάσουν ψηλά. Να ακουστεί το όνομά τους στα ραδιόφωνα, ίσως τους γράψουν σε βιβλία, μπορεί να γίνουν αυτό που λέμε παράδειγμα. Να έχουν δηλαδή έργο που γλίτωσε το κουτσούρεμα του Προκρούστη, έφτασε στους πολλούς και έγινε απάγκιο ή αχτίδα παρηγοριάς σε καιρούς απελπισίας. Γαντζώνεται ο κόσμος από τέτοια πρόσωπα -παραδείγματα γιατί τα χρειάζεται, έτσι όπως σηκώνονται – παρόλες τις ατέλειες και τις ανθρώπινες αδυναμίες τους – από τη λάσπη, στέκονται ψηλότερα και μπορεί να τα βλέπει κανείς ακόμη και στα σκοτάδια. Λαμπυρίζουν συχνά τέτοιοι άνθρωποι από μόνοι τους. Σαν να τους μύρωσε άλλη μοίρα αυτούς, έχω ακούσει να λένε λαϊκοί άνθρωποι του τόπου, όταν περπατάνε στη γη με ελεύθερο βήμα ή αγναντεύουν την απέραντη θάλασσα. Ψιθυρίζουν κάτι τέτοια παραμύθια και τη νύχτα, κάτω από το άπειρο στερέωμα, όταν δεν έχουν απέναντί τους τον άλλον και δεν μετριούνται μαζί του. Όταν ακουμπάνε χωρίς να το ξέρουν στην κοινή ανθρώπινη μοίρα, εκεί που δε χωράει μέτρημα, στένεμα, κοπίδι. Στενεύει η θάλασσα; Μικραίνει ο έναστρος ουρανός;

Αυτές οι στιγμές αδυναμίας, όταν δηλαδή, ακόμη και οι μικροί άνθρωποι ψηλώνουν και αγγίζουν το θείο, συμβαίνουν – έχω προσέξει – πολύ σπάνια. Συνήθως, οι κάτοικοι είναι καθισμένοι στις αυλές, τις βεράντες ή στα καφενεία και δογματίζουν.

Θα μου πεις εμένα! Ο Σ..! Μωρέ! Κάτι τρέχει στα γύφτικα! Και τι έκανε αυτός ο σπουδαίος Σ. για τον τόπο του! Τι με νοιάζει εμένα που έγινε διάσημος. Που τον ξέρει όλος ο κόσμος. Σε μένα, που είμαι εδώ καρφωμένος, που δουλεύω μεροκάματο έδωσε τίποτα; Τι κερδίζω εγώ που ακούστηκε ο τόπος μας στο εξωτερικό, όπως λες.

Υπάρχουν και επιχειρήματα συνήθως γι αυτούς τους αφορισμούς. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν είναι τέλειος, ενώ οι οπτικές των ανθρώπων διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, κυρίως όταν κάπως τρυπώνει στις σχέσεις το συμφέρον, υλικό συνήθως. Αυτό, που κατά γενική  ομολογία είναι χειροπιαστό και αδιαπραγμάτευτο στην εποχή και στον τόπο μας.

…Και θα σου πω και το άλλο, έτσι που κουβεντιάζουμε τώρα. Γιατί εγώ δε μιλάου στον αέρα. Ούτε επειδής ζηλεύω ή επειδής είμαι κακός άνθρωπος. Και να ξέρεις, δεν έχω κανέναν ανάγκη. Είμαστε, που λες μ’ αυτόνε γειτόνοι. Τα χτήματά μας κολλητά. Από τους παππούληδες. Για να πάμε όμως στο δικό μας, έπρεπε να περάσουμε από το δικό τους. Χρόνια έτσι γινότανε. Πέρναγε ο παππούλης, πέρναγε ο πατέρας μου, πάει να περάσει και ο γαμπρός μου, αλλά βρίσκει το πέρασμα κλεισμένο. Είχανε φκιάσει αυτοί σπίτι εκεί μέσα στο χτήμα και το περιφράξανε. Βάλανε και πόρτα. Θέλουμε ησυχία, λέει αυτός, ο σπουδαίος όταν τον βρίσκει η αδερφή μου και του μιλάει για τον δρόμο. Ακούς! Δε μπορεί τώρα να περάσει κανείς μας. Το παρατήσαμε το χωράφι, μικρό είναι, αλλά γιατί να ρημάξει!  

Μη μου λες λοιπόν για σπουδαίους και διάσημους. Να τη χέσω τη διασημότητα. Την πάρτη τους μόνο κοιτάνε όλοι αυτοί. Και ο κόσμος είναι χαζός. Ακούει ένα όνομα και χειροκροτάει. Χωρίς να ξέρει.

 Ελένη Γούλα

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΙς 25-9-22 ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΗ ΖΩΗ, ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ

https://mandragoras-magazine.gr/%ce%b5%ce%b9%ce%ba%cf%8c%ce%bd%ce%b5%cf%82-%ce%ba%ce%b1%ce%ba%cf%8c-%cf%87%cf%89%cf%81%ce%b9%cf%8c-%cf%84%ce%b1-%ce%bb%ce%af%ce%b3%ce%b1-%cf%83%cf%80%ce%af%cf%84%ce%b9%ce%b1/18701

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

πράγματα

"κέρβερος"

Κάτω απ’ το Σάος, το φεγγάρι