Capparis spinosa

 


Μπήκε το άσπρο αγκάθι στο δάχτυλο, όπως έσκυψε να κόψει το μπουμπούκι.

-Τράβα τα έτσι! Χωρίς ουρά. Βλέπεις να έχουν ουρές εκεί στα βαζάκια που τα αγοράζεις; Μόνο πρόσεχε! Τρυπάνε.

Δε φορούσε γάντια. Ήταν απροετοίμαστη. Κι αυτή, της έδειχνε.

-Όχι τα γελαστά. Θα ανοίξουνε στο νερό και μετά είναι άχρηστα. Μουχλιάζουνε. Θα διαλέγεις τα σφιχτά μπουμπούκια. Ή τούτα που μοιάζουν με βαρελάκι. Έχουνε σπόρια μέσα. Τα κόβω φετούλες. Είναι πολύ νόστιμα. Και να μην το πατάς το φυτό. Θα ξανάρθουμε να ξαναμαζέψουμε, αργότερα. Ως το τέλος του καλοκαιριού αυτά θα μπουμπουκιάζουν.

Πάνω κάτω στο κτήμα. Με τον ήλιο στην πλάτη. Γιατί στο κεφάλι είχε καπέλο.

Δεν ήξερε πού να πάει και τι να κάνει. Της πρότειναν αυτή την εκδρομή. Ο Παύλος έβαζε το σπίτι, που μόλις είχε κληρονομήσει από την ανύπαντρη θεία του, η Μαρία είχε το μεγάλο αμάξι, η Φωτεινή πλήρωσε το φαγητό κι ο Βαγγέλης το πετρέλαιο.  

-Κι εγώ; Εγώ τι θα βάλω εγώ; Τους είχε ρωτήσει γελώντας. Την ομορφιά μου;

Δεν ήταν όμορφη. Χωρίς λεφτά. Χωρίς δουλειά. Και χωρίς σύντροφο τον τελευταίο καιρό.

-Την παρέα σου θέλουμε βρε Καίτη. Λίγο πράγμα είναι η παρέα;

Δέχτηκε. Τόσους μήνες στην πόλη, είχε σχεδόν ξεχάσει τον αέρα της εξοχής και τώρα έμεινε ως αργά ξύπνια να ακούει τα τριζόνια και να μετράει τα άστρα. Το πρωί ξύπνησε πολύ νωρίς. Οι άλλοι ακόμη κοιμισμένοι. Ευτυχώς, βρήκε τη γειτόνισσα που πήγαινε στο χτήμα για κάππαρη.

-Είναι η εποχή της τώρα. Φυτρώνει παντού μοναχή της. Όποιος θέλει μαζεύει. Μόνο πρέπει να ξέρεις, μη μπεις σε ραντισμένα.

Έσκυβε, γονάτιζε στο χώμα, μύριζε τα μεγάλα άνθη. Άσπρο-ροζ-πράσινο έσβηνε το ένα μέσα στο άλλο, όπως τα κύματα. Από το πράσινο βαθύ στο πιο ανοιχτό και από το ροζ ως το άσπρο. Ακτινωτοί στήμονες πολλοί, όρθιοι, με κομπάκια στην άκρη σ’ ένα πιο βιολετί ροζ κι ανάμεσά τους το θηλυκό, πράσινο αυτό, προστατευμένο, έτοιμο να ρουφήξει τη γύρη, φιλιά πάνω στην κεφαλή του.

Το χτήμα – τέσσερα στρέμματα, οικοδομήσιμο – είχε στην άκρη ένα σπιτάκι παλιό.

-Κάθεται ένας ξένος, που του αρέσει εδώ στην εξοχή, στην ησυχία. Του αρέσουν κι αυτά τα παλαιικά κεραμίδια, οι πράσινες πόρτες, οι κληματαριές, όλα.

Γεμίσανε το σακκουλάκι, σήκωσε τη μέση η γειτόνισσα και τη στήριξε με τις παλάμες. Τέντωσε το κορμί. Φάτσα στον ήλιο οι ρυτίδες.

-Τι ωραία που πέρασα! Μακάρι να σε είχα κάθε μέρα. Έτσι να κουβεντιάζουμε.  

Θα σου πω και τη συνταγή, να φτιάξεις τουρσί άμα θέλεις. Πρώτα θα κόψεις τις ουρίτσες, να μείνουνε μόνο τα κομπάκια. Θα την πλύνεις καλά-καλά και θα την αφήσεις στο νερό να ξεπικρίσει μια μέρα. Όχι στο ίδιο νερό. Εγώ το χύνω και το αλλάζω πολλές φορές. Όταν είναι έτοιμη, της βάνω αλάτι και την κλείνω σε βαζάκια με μπόλικο ξύδι αραιωμένο στο νερό. Να τη σκεπάζει η άρμη. Είναι πολύ θρεπτική η κάππαρη και ακριβή. Μερικοί, εδώ, μαζεύουν πολλή και την πουλάνε.

Γυρίσανε στο σπίτι από το στενό δρομάκι. Δεξιά-αριστερά δέντρα, κάναν σκιές δεν έπεφτε ο ήλιος να τους καίει το κορμί. Ξεμούδιασε. Βρήκε τους άλλους που  πίναν ακόμη καφέ.

-Να πάμε σε καμιά παραλία να αράξουμε, είπε ο Παύλος. Αύριο θα πρέπει να φύγουμε.

Αν έμενε κείνη; Αν καθότανε σ’ αυτόν τον παράδεισο με την κάππαρη και τον ήλιο στην πλάτη. Αν έβρισκε κάτι να κάνει. Να κουβεντιάζει με τη γειτόνισσα και τους άλλους. Κρίμα ένα τέτοιο μέρος να μην έχει ζωή. Να μη βουίζει από ανθρώπους και ζώα. Μόνο έντομα, πουλιά και τριζόνια κάτω από τον μεγάλο ουρανό.  

Ελένη Γούλα 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο