Παρουσίαση του βιβλίου "θειάφι και άλλα δαιμόνια" στην Καλαμάτα 13-5-22, αίθουσα Ακρίτα, Αιπύτου 11

 



ΚΑΛΑΜΑΤΑ 13-5-22

Εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία να πω κάτι για τα βιβλία, που γράφουμε. 

Όπως μαθαίνουμε από ιστορικές πηγές, πολύ νωρίς στην κοινωνική τους συμβίωση, οι πρόγονοί μας, αφηγούνταν ιστορίες και μάλιστα με στίχους. Αυτό, η έμμετρη δηλαδή αφήγηση, γινόταν για πρακτικούς λόγους, όπως καταλαβαίνουμε σήμερα. Επειδή δεν είχαν ακόμη ανακαλύψει την γραφή και όλα έπρεπε να τα συγκρατούνε στη μνήμη τους, φτιάχνανε στίχους που τους θυμόντουσαν καλύτερα. Το ξέρουμε αυτό από τον Όμηρο, τον πρώτο στη γλώσσα μας που αφηγήθηκε υπέροχες ιστορίες και ζωγράφισε μια εποχή με λέξεις. Από το γυμνάσιο κιόλας τα παιδιά μαθαίνουν να εντοπίζουν τα μνημονικά τεχνάσματα του ποιητή. Τυφλοί ή όχι, ένας ή πολλοί οι ραψωδοί παρηγορούσαν τους ανθρώπους τραγουδώντας ιστορίες για σπουδαία κατορθώματα ανθρώπων και θεών.

Είναι ανάγκη των ανθρώπων να λέμε και να ακούμε ιστορίες.

Ίσως επειδή θέλουμε να βάζουμε τα πράγματα σε σειρά. Να τους δίνουμε αιτίες και να τα σχετίζουμε με αποτελέσματα. Να δοξάζουμε το σπουδαίο, να υμνούμε το ασήμαντο που μας συγκινεί, να θρηνούμε την απώλεια, να μοιραζόμαστε τον πόνο ή τη χαρά. Μάλλον πιο συχνά τον πόνο από τη χαρά. Το μοίρασμα ανακουφίζει.

Κάθε μέρα επίσης, ιστορίες λέμε, αν το προσέξετε. Και οι ειδήσεις ιστορίες δεν είναι; Μήπως τα κουτσομπολιά;

Δε θέλω να μπω σε χώρους που ειδικεύεται η ψυχολογία. Εκείνο που έχω διαπιστώσει ασχολούμενη με το γράψιμο είναι ότι με τη λογοτεχνία προσπαθούμε να πούμε τις ιστορίες που στοιβάζονται μέσα μας, όμως μας ενδιαφέρει και να τις μοιραστούμε. Να τις επικοινωνήσουμε. Και σ’ αυτό το στάδιο της λογοτεχνικής διαδικασίας, διαπιστώνουμε ότι αυτό που λέμε ή γράφουμε πρέπει να αφορά τους άλλους. Γι αυτό δεν είναι η κάθε αφήγηση – ας πούμε η μυθιστορηματική ζωή ενός ανθρώπου – λογοτεχνία. Κουτσομπολιό ναι, χρονικό ίσως. Λογοτεχνία όμως όχι.

Δε θα μπω σε λεπτομέρειες και τεχνικές, ούτε στα τερτίπια της αγοράς – τεράστια και πανίσχυρα. Σε άλλες χώρες και γλώσσες, αυτά δεν αφορούν ή δεν πρέπει να αφορούν τον καλλιτέχνη. Είναι ειδικοί επαγγελματίες που τα αναλαμβάνουν.

Θα πω μόνο μια κουβέντα που μοιράστηκε μαζί μου η Πελαγία Φυτοπούλου, όταν διάβασε το χειρόγραφό του βιβλίου αυτού και ανέλαβε να μου κάνει παρατηρήσεις.

Η καλύτερη σκηνή του αρχαίου δράματος, μου είπε, εκεί που πάντα χειροκροτεί ο κόσμος είναι η σκηνή της αναγνώρισης του Ορέστη από την αδερφή του την Ηλέκτρα, στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή. Τι λέει η νεαρή γυναίκα; Ήρθες ψυχή μου; Αυτό μόνο. Μια απλή, απλούστατη φράση. Κι όμως οι θεατές ξεσπούν πάντα, πάντα σε χειροκροτήματα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί έχει γίνει σπουδαία δραματουργική προετοιμασία μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ο Σοφοκλής έχει έτσι οργανώσει την αφήγησή του, που πια ο θεατής με αυτή την απλή φράση αισθάνεται την ανάγκη να χειροκροτήσει. Τόσο πολύ τον έχει συνεπάρει η ιστορία, τόσο τον έχει φορτίσει, που τώρα ξεσπάει. Συμμετέχει ψυχικά σε μια ξένη ιστορία που όμως έχει γίνει δική του υπόθεση. Τον αφορά. Είναι σχέση μέσα στην οικογένεια, δυνάμεις που χτυπιούνται και συγκρούονται, όπως συμβαίνει σε κάθε σπίτι, και στο δικό του. Αιώνες οι ίδιες δυνάμεις των ανθρώπων μέσα στις οικογένειες. Πατέρας, μάνα, σύζυγοι, αδέρφια, ιδιότητες όλων μας, μόνο που εδώ στη σκηνή, έχουν μεγεθυνθεί, έχουν φορέσει τα μακριά φορέματα, τα ψηλά παπούτσια, έχουν βρει τη θερμοκρασία την κατάλληλη και χώνονται τσαφ στις καρδιές βαθιά.   

Την παρατήρηση της Πελαγίας, αυτή για την απαραίτητη προετοιμασία του θεατή ή του αναγνώστη στην προκειμένη περίπτωση, την είχα κατά νου, όσο προσπαθούσα να οργανώσω τις εικόνες, τα διηγήματα, τις ημερολογιακές καταγραφές, τους στοχασμούς και όλα όσα ήθελα να χωρέσω σ’ αυτό το βιβλίο. Δεν ξέρω πόσο κοντά έφτασα στο στόχο αυτό, να αφηγηθώ δηλαδή μια ιστορία, που συγκίνησε εμένα, έτσι ώστε να αφορά και τον αναγνώστη, όμως προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκα.

Οι παρατηρήσεις και τα σχόλια δικά σας. Τώρα πια το ξέρουμε κι αυτό. Χωρίς αναγνώστες δεν υπάρχει λογοτεχνικό έργο.

Γι αυτό, σας ευχαριστώ όλους που ήρθατε εδώ απόψε. 

Και θέλω να προσθέσω κάτι ακόμη.

Το ότι εγώ έγραψα μερικά κείμενα – διηγήματα, ημερολογιακές καταγραφές, εικόνες ή ό,τι άλλο είναι αυτά – αποτελεί μόνο τη δικαιολογία για να επικοινωνήσουμε.

Πέρα από την εσωτερική ζωή, που υπάρχει και μας πλημμυρίζει διαφορετικά τον καθένα και γίνεται φανερή φευγαλέα από κινήσεις, βλέμματα κλπ, είμαστε και ό,τι μοιραζόμαστε. Αυτό που επικοινωνούμε με τους άλλους.

Αντιλαμβανόμαστε, έτσι κι αλλιώς τον εαυτό μας, μέσα από τη σχέση μας με τους άλλους.

Μόνοι τους οι άνθρωποι – το διαπιστώσαμε στην καραντίνα νομίζω όλοι – μαραζώνουν, υπολειτουργούν.

Θέλω λοιπόν να σας ευχαριστήσω όλους καθώς έτσι, σ’ αυτή τη συγκυρία είμαστε μέρος ενός γεγονότος.

Οι λέξεις μου, θα μένανε πιθανόν σημάδια στο σκληρό δίσκο, χωρίς τον Στάθη και το ενύπνιό του, τη συμβολή της Πελαγίας, που σας ανέφερα και μετά χωρίς τη γενναιόδωρη αρωγή του Δημήτρη Ηλιόπουλου, που μας διέθεσε τόσο συγκινητικά τον ιδιαίτερο αυτό χώρο με την προσωπική του σφραγίδα, αλλά και χωρίς τη Μαρία Τομαρά, την πνευματική μου αδερφή που το έστησε όλο αυτό και την Ελένη Κοφτερού, μια ποιήτρια της πόλης κι ας μας ήρθε από τη Θεσσαλονίκη, που αγκάλιασε με αγάπη το βιβλίο, δεν θα βρισκόμαστε όλοι μαζί.

Με συγκινήσατε πολύ. Στάθη, Δημήτρη, Μαρία, Ελένη.

Και όλοι όσοι ήρθατε, μου ζεστάνατε την καρδιά.

Θα σας παρακαλούσα λοιπόν, μετά την κουβέντα, να περάσετε να κεραστείτε. Η μητέρα μου – ευτυχώς την έχω ακόμη δραστήρια και ενεργή – ζύμωσε λαγάνα να συνοδεύσει το κρασί σας. Όσοι διαβάσετε το βιβλίο μπορείτε να κάνετε τη σύνδεση. Γιατί και η τέχνη, ένα ζύμωμα είναι. Μαγιά – ή καλύτερα προζύμι – αλεύρι, νερό και άλλα υλικά της αρεσκείας μας και ύστερα αυτή η πανάρχαια τέχνη. Να γίνει το ψωμί.

Αν θα το πουλήσει ύστερα το φρέσκο ψωμί του ο καλλιτέχνης ακριβά, αν αρέσει στους συγκαιρινούς του, αν το χαρίσει, αν το αφήσει να μουχλιάζει στο υπόγειο, είναι άλλη συζήτηση.

Σας ευχαριστώ πολύ


 

Παρακάτω αποδελτιώνω τις ημερολογιακές καταγραφές μέσα στο βιβλίο που συνδέουν την τέχνη με το ζύμωμα.

 

18/4/20

Ένα κοίταγμα είναι, μια ματιά φευγαλέα. Δώρο στον ποιητή[1]. Τρέχει το ποτάμι του κόσμου, περνάει και χάνεται. Το φως στιγμιαίο, το άγγιγμα λίγο. Όμως ο ποιητής έχει πια τη μαγιά. Ή αν είναι πιο τυχερός, αν τον ευνοούν τα αστέρια, ο θεός ή το μυαλό του, μπορεί να έχει κιόλας αληθινό προζύμι. Μόνο που η μαγιά και το προζύμι ακόμα, δε φτάνουν για να γίνει το ποίημα. Αν δεν μαζέψει όλα τα υλικά, αν δεν ξέρει ή δεν μάθει πώς ζυμώνουμε το ψωμί...

19/4/20

 


 

Με τη μαγιά  ή το προζύμι σαν παρακαταθήκη, ο ποιητής επιλέγει τα υλικά του. Αλεύρι πρώτα κι άλλα ιδιαίτερα καλούδια αν επιθυμεί. Σουσάμι, ελιές, τυρί, καρύδια και λοιπά. Ύστερα ζεσταίνει το νερό φροντίζοντας να γίνει χλιαρό χωρίς να κάψει. Με όλα αυτά δίπλα του, το νερό στην κατσαρόλα και το αλεύρι βουνό στο τσουβάλι μπροστά του, είναι η ώρα να ρίξει μια πρέζα αλάτι – δεν τρώγεται χωρίς αλάτι το ψωμί – και οπωσδήποτε να βρει το θάρρος και τη δύναμη για να αρχίσει το ζύμωμα.

Βλέπω τη μεγάλη σκάφη, τα χέρια ξεγυμνωμένα ως τον αγκώνα και όλο το ανθρώπινο βάρος στην προσπάθεια. Κάπου χαμηλά η σκάφη. Σκύβει ο εργάτης της ποιήσεως από πάνω, ξεκινώντας την κίνησή του από στους γοφούς που ταλαντεύονται. Σαν χορός είναι το ζύμωμα, μια ταλάντωση που έχει ρυθμό και αγώνα ως που το ζυμάρι να γίνει μαλακό. Με ελαστικότητα και τρυφεράδα στο άγγιγμά του.

Αν θέλει να ζυμώσει μεγάλη ποσότητα ο καλλιτέχνης, χρειάζεται δηλαδή να ταΐσει πολύ κόσμο, εδώ σ’ αυτή τη στιγμή, όταν τελειώσει το ζύμωμα, θα πρέπει να το χωρίσει το ζυμάρι του σε μικρότερα μέρη και να πλάσει τα καρβέλια. Θα τα σκεπάσει ύστερα με την κουβέρτα για να διατηρηθούν ζεστά και θα περιμένει. Είναι μια χημική διαδικασία που δε μπορεί να γίνει βιαστικά. Χρειάζεται το δικό της χρόνο.

 

21/4/20

 

Όταν έχει πια φουσκώσει το ζυμάρι – θα το νιώσει ο ποιητής, που όλο το δοκιμάζει, στην παλάμη του ελαφρύ και αφράτο – είναι ώρα να το ρίξει στον φούρνο. Το ένα ή τα πολλά καρβέλια του. Κι εδώ όμως χρειάζεται προσοχή. Ο φούρνος δεν πρέπει να είναι πολύ ζεστός γιατί τότε θα παραπάρει και θα καεί το ψωμί του. Αν πάλι δεν έχει ζεσταθεί αρκετά, θα μείνει άψητο και θα βαρύνει το στομάχι αυτουνού που θα το φάει.

Αν θα το πουλήσει ύστερα το φρέσκο ψωμί του ο καλλιτέχνης ακριβά, αν αρέσει στους συγκαιρινούς του, αν το χαρίσει, αν το αφήσει να μουχλιάζει στο υπόγειο, είναι άλλη συζήτηση.

 

Σημείωση: Ευχαριστώ τον Γιώργο Κιούση και τη Φωτεινή Βασιλοπούλου για τις φωτογραφίες 

 Ελένη Γούλα

 

 

 



[1] Γιώργης Παυλόπουλος, «Αντικλείδια» :


Ἡ Ποίηση εἶναι μιά πόρτα ἀνοιχτή./Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς νά βλέπουν /τίποτα καί προσπερνοῦνε. Ὅμως μερικοί /κάτι βλέπουν, τό μάτι τους ἁρπάζει κάτι / καί μαγεμένοι πηγαίνουνε νά μποῦν […]



 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο