στον καιρό των δέντρων

 


Πρώτα πήρα το τρένο, μετά το λεωφορείο, ύστερα το αεροπλάνο και ξανά πάλι τρένο. Μια άλλη πόλη. Δεν ήξερα τη γλώσσα, δεν ήξερα τους ανθρώπους, δεν ήξερα τους δρόμους.

Είχα ξεκινήσει με ρομαντικές ονειροφαντασιώσεις λες και ήμουνα κοριτσόπουλο.

Είχα καταφέρει να κάνω ένα μεγάλο και δύσκολο ταξίδι με  την ελπίδα, όχι όμως και την πιθανότητα. (…)

Δεν ξέρω πόση ώρα μου πήρε για να φτάσω επιτέλους σε κείνο το στενό δωμάτιο, το πανάκριβο που όμως δεν έβλεπε παρά σε μια αυλή. Δεν είχα τίποτα για να φάω και δεν ήξερα καθόλου γιατί έπρεπε να συνεχίσω να αναπνέω.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι κλαίγοντας δυνατά. Ήμουνα σε μια άγνωστη ξένη χώρα κυνηγώντας μια χίμαιρα. Και ήμουνα μόνη. Κι αν άκουγε κανείς τους λυγμούς μου – το κλάμα δεν έχει γλώσσα, όλοι οι άνθρωποι τους ίδιους ήχους  στο λυγμό – κανείς δικός μου.

Να μείνω στο κρεβάτι, να μη σηκώσω ούτε το χέρι μου. Να μείνω έτσι για πάντα. Ίσως το στομάχι μου νηστικό και ταλαιπωρημένο να τρυπούσε ξαφνικά, τα υγρά να χυνόντουσαν παντού στην κοιλιά, να φτάνανε ως το μεδούλι, εκεί που το αίμα τροφοδοτεί με ζωή τα αγγεία. Τι είναι ο άνθρωπος; Τι χρειάζεται για να ξεκουρδιστεί η θαυμάσια μηχανή; μια στιγμή, ένα δευτερόλεπτο, ένα απλό κλικ. Μπορούσε εκεί στο στενό κρεβάτι να λασκάρει μυστικά κάποιο μπουλόνι και το αμάξι να πέσει στο γκρεμό.

Ποιος θα με έβλεπε; Ποιος θα μάθαινε έγκαιρα τι έπαθα;

Πολλή ώρα σκεφτόμουνα ότι εκεί στο στενό ξένο δωμάτιο θα τελείωνε η ανάσα μου. Όμως δεν έγινε έτσι. Αντίθετα.

Οι πόνοι στο στομάχι, αφού δε φέρανε το θάνατο – έτσι εύκολα βγαίνει η ψυχή; – με αναγκάσανε να σηκωθώ και να αναζητήσω φαγητό. Η καλοκουρδισμένη μηχανή μου είχε βάλει κιόλας σε λειτουργία τους μηχανισμούς διάσωσης.

 

Ξέρω ότι κοιτώντας πίσω θέλουμε να δούμε το δρόμο που περπάτησε η γενιά μας. Έτσι είναι ο άνθρωπος. Για να οργανώσουμε το χάος που απλώνεται όλο απλώνεται σε όλες τις πλευρές, σε όλες τις περιόδους. Η Φυσική ως επιστήμη, μαζί ίσως και με τα μαθηματικά είναι η έκφραση του μεγαλείου που μόνο αποσπασματικά συλλαμβάνουμε οι εφήμεροι άνθρωποι, ενώ η φιλοσοφία και η αφήγηση δοκιμάζουν πλαίσια κατανόησης για τον κάθε ταλαίπωρο άνθρωπο, τον παρατημένο στην ελευθερία της επιλογής. 

Όχι δεν θεωρητικολογώ αλλά αφηγούμαι.

Κι αν εκεί στο στενό κρεβάτι παρακάλεσα κάποια στιγμή να πεθάνω γιατί δεν άντεχα άλλο – εύκολα πολύ λέμε εμείς οι δειλοί άνθρωποι ότι δεν αντέχουμε άλλο – όμως ήθελα να ζήσω και να γίνω πιο δυνατή. Να ξεφύγω από τα στενά όρια της χώρας μου, να απλώσω το μυαλό μου σε άλλα πλάτη, να εκθέσω το κορμί μου στο κρύο του βορρά, να δεχτώ στα ρουθούνια μου τις μυρωδιές της Δύσης. Ο κόσμος μου ήτανε στενός, καιγόμουνα να τον πλατύνω. Ζητούσα μόνο μια αφορμή και ένα συναίσθημα.

(…)

Τώρα κάθομαι σ’ αυτό τον κήπο και πιάνω κουβέντα με τη γέρικη ελιά. Χρόνια και χρόνια στον ίδιο τόπο, στο ίδιο μέρος πόσοι και πόσοι άνθρωποι...

Προσπαθώ να βάλω μια τάξη, να δώσω μια προοπτική, να διακρίνω έστω κάποια δομή, μια παρήγορη σχέση αιτιότητας στις πράξεις και στους ανθρώπους. Είναι η ζωή μου. Μία και μοναδική. Δεν έχω άλλη. Κανείς μας δεν έχει. Με αυτή την πίστη. Της μιας και μοναδικής ευκαιρίας. Δε μας παίρνει να μετανιώσουμε. Να μαλακώσουμε όμως...

Κάτω από τούτη τη γέρικη ελιά – θα έχει ζήσει και διακόσια χρόνια, παλιά ο κήπος του σπιτιού ήταν χωράφι – κοιτάζω πίσω το μονοπάτι. Ήταν εκείνος ο καιρός των ταξιδιών. Έτσι ήταν.

Όταν θα περάσει η εποχή των ταξιδιών θα έρθει ο καιρός των δέντρων.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο