σαν αστακοί

 


Σαν αστακοί, τους λένε. Και είναι κάθε μέρα στους δρόμους.  

Μια φορά στο Λιμένι, έφαγα λίγο από έναν αληθινό. Είμαστε δίπλα στα ήσυχα νερά και το πέτρινο φόντο του ορμίσκου. Έτσι όπως έπεφτε το φεγγαρόφωτο της βραδιάς και ξανοίγανε τόπους-τόπους τα σκοτάδια της πέτρας με ανταύγειες φωτεινές, χωρίς ωστόσο να την μαλακώνουν τη σκληρή πέτρα την αδούλωτη. Η συντροφιά μας ήταν τρυφερή και το κρέας του αστακού, νόστιμο. Μας είχε έρθει γυμνό, σερβιρισμένο χωρίς αγκάθια και δαγκάνες, που χρησίμευαν πια – όλο το οπλισμένο κορμί – ως κέλυφος πολυτέλειας για την ακριβή μας παραγγελία. Αυτοί που ετοίμασαν το δείπνο, πρέπει να ήταν εκτός από ικανοί επαγγελματίες και άνθρωποι σοφοί, αφού είχαν δέσει τη ζωή τους στο υπήνεμο Λιμένι, στη μαύρη πέτρα και την ξερολιθιά. Στο δυνατό φεγγαρόφωτο και στο καύμα του ήλιου το ανελέητο. Έτσι λέω τώρα που αναθυμούμαι το υπέροχο δείπνο και βέβαια τη νεανική συντροφιά μας. Σοφία θα είχαν, δε μπορεί, αφού μείναν εκεί και δεν ανακατώθηκαν με τους σαν αστακούς. Αυτούς που χτες βράδυ ξεχυθήκανε πάλι στους δρόμους και τις πλατείες με τα μάτια τους μόνο ακάλυπτα. Κάτι μάτια καστανά, που γελούσαν, καθώς όλο και πιο εύκολη έχει γίνει πια η δουλειά τους, να αστυνομεύουν δηλαδή τους σαν ψάρια ανθρώπους.

Αυτοί, οι σαν ψάρια άνθρωποι, λουφάζουν πια σε κρύπτες, όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο εξακολουθητικά, αποφεύγοντας να προκαλούν τους σαν αστακούς οπλισμένους.

Μερικοί (άνθρωποι σαν ψάρια), έχουν χορτάσει τόσο τις κοιλιές τους με τα παχυντικά εδέσματα της αγοράς, που τώρα αγωνίζονται να κοιμηθούν ναρκωμένοι. Ένας ύπνος βαρύς χωρίς όνειρα. Πολλοί – ο αριθμός τους όλο και μεγαλώνει περνώντας ο καιρός – αφού μείναν για καιρό νηστικοί, παραιτήθηκαν από το κυνήγι ενός γεύματος την ημέρα και μόνο κρασί και φτηνές ουσίες ρίχνουν πια στην άδεια κοιλιά τους. Τούτοι δεν μπορούν να δουν ούτε στόχο, ούτε να καταστρώσουν κανένα σχέδιο αναζήτησης τροφής. Αποσυνάγωγοι, περιθωριακοί, χαμένα κορμιά, παντοτινά λούζερς. Το μέγα πλήθος βέβαια (άνθρωποι ψάρια), που δεν είναι ούτε παραχορτάτο ούτε νηστικό, στέκει περιδεές στα παράθυρα, στις πόρτες και στα ανοίγματα της πόλης, παρακολουθώντας τις κινήσεις των αστακών της υπόθεσής μας. Η έγνοια τους, (τρέμουν δηλ.) είναι μήπως και χάσουνε κάτι από όσα έχουν με κόπο αποχτήσει και στοιβάξει στο σπίτι και στη ζωή τους. 

Έτσι, οι αστακοί γεμίζουν τους δρόμους. Φυλές πολλές από δαύτους. Αν τους παρατηρήσει κανείς, θα διαπιστώσει ότι δεν έχουν όλη την ίδια κοψιά. Ούτε είναι με τον ίδιο τρόπο οπλισμένοι. Μερικοί μεγαλόσωμοι και γυμνασμένοι, φοράνε μόνο κοντομάνικο φανελάκι. Να φαίνεται το μπράτσο τους, μεγάλο και σκληρό όσο το κεφάλι ενός παιδιού. Άλλοι σκανάρουν το πλήθος με απλά ρούχα και μόνο αν προσέξεις το ψηλό και καλογυμνασμένο κορμί, θα δεις και το περίστροφο κρεμασμένο απλά λες και είναι συνηθισμένο μπρελόκ, να ξεπροβάλει από την τσέπη. Οι πιο πολλοί ωστόσο – ακόμη και μερικοί ντελικάτοι με τα μέτρα των αστακών – κουβαλούν σακίδιο κρεμασμένο στον ώμο, εύχρηστο ανά πάσα στιγμή, ξέχειλο από αντικείμενα άγνωστα στη ζωή της ειρήνης, ενώ στο φορεμένο γιλέκο, μέσα σε θήκες και τσέπες ειδικές, υποθέτεις το μακρύ όργανο, τον πλατύ οδηγό, το μικροσκοπικό φακό και ούτω καθεξής, μαρκούτσια και εξαρτήματα. Στα πόδια τους φορούν τις ενισχυμένες περικνημίδες, από υλικό σύγχρονης επεξεργασίας και αισθητικής. Συνδέει έτσι εύκολα ο εγκέφαλος τις εικόνες. Πλήθος ταινίες καταστροφής και παιχνίδια κονσόλας τον έχουν, ανεπαισθήτως, εξοικειώσει.  

Λουμώνουν οι σαν ψάρια άνθρωποι, αλωνίζουν οι σαν αστακοί οπλισμένοι. Κερδίζει κεφάλι ο φόβος. Εκεί πάνω όμως, σ΄ αυτή την χωρίς αντίπαλο κούρσα, ξαφνικά, στο μεγάλο δρόμο, τον γεμάτο όπλα και χάχανα, ξεπροβάλλουν οι άλλοι, που έρχονται. Ανεβασμένοι πάνω στις μηχανές τους, παραταγμένοι σαν τα πουλιά που σχίζουν τον ουρανό σε σμήνη. Λόγχη ο σχηματισμός τους, απλώνεται γεωμετρικά δεξιά κι αριστερά σε όλο το πλάτος της σκηνής.

Γεμίζει λέξεις ο δρόμος.

Ω! τα ωραία τα άνθη των λέξεων. Ο τρόπος που η μία στέκεται κοντά στην άλλη, ανεβαίνει μια γραμμή, αφήνει κενό, κατεβαίνει και υποκλίνεται.

Σφίγγουν οι σαν αστακοί την καρδιά, οι άλλοι όμως την ανοίγουν. Να ανεβεί, να ανθίσει, να φτάσει παντού. Όπου υπάρχει πόνος, χαρά, όπου η ζωή ανασαίνει και σωπαίνει ο θάνατος. Εκεί που τα χρώματα βάφουν τα όνειρα και το μαύρο γίνεται μόνο επιλογή και ανάπαυλα σιωπής.

Σκορπίσανε τα χαρτάκια τους με τις λέξεις. Φύσηξε στο δρόμο η ομορφιά τους.

 Αυτοί που αντί για φόβο, διαβάζουν τόλμη και δράση στους υποδοχείς του εγκεφάλου τους.

 

Φωτ Η κουκουβάγια του Μεταξουργείου (Σάμου και Κων. Παλαιολόγου), έργο του street artist, Wild Drawing, που είναι από την Ινδονησία, αλλά ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

πράγματα

"κέρβερος"

Κάτω απ’ το Σάος, το φεγγάρι