Αναζητώντας την Ακαδημία Πλάτωνος.

 

 Ξεκίνησα με τα πόδια κατηφόρα

Πήρα πρώτα την Ελευσινίων. Έτσι όπως άφησα πίσω μου τη Δηλιγιάννη, στο αριστερό πεζοδρόμιο μύρισε κάτι σαν ασβέστης. Μια ανοιχτή πόρτα, χαμηλός τοίχος και ένας ξένος με μια ταβανόβουρτσα έβαφε. Μέσα είχε αυλή και ένα πηγάδι. Μια μουριά τεράστια και ίσκιος. Παντού στην αυλή, ίσκιος.

Προχώρησα χαζεύοντας τα παλιά σπίτια και στάθηκα στις γραμμές να περάσει το τρένο – γκράφιτι στα βαγόνια, ψηλά ο μηχανοδηγός – υπάρχει άραγε; Τα αυτοκίνητα σταματημένα κι αυτά. Ένα μπιπ μπιπ μηχανικό, όπως κατεβαίναν οι μπάρες αλλά και το τρένο σφύριζε μέσα από το μικρό τούνελ της γέφυρας, αυτή που έχει από πάνω τη μεγάλη σκάλα και βλέπεις κάτω και πέρα μακριά.

Πέρασα προσεκτικά απέναντι. Πιο φαρδύ το πεζοδρόμιο – τα κλιματιστικά των ΕΛΤΑ, ένα μακρύ κτίριο χωρίς πόρτες μόνο κλιματιστικά που ξερνάγανε ζέστη και χύνανε νερά. Μια γυναίκα - εντυπωσιακή μεσόκοπη ξανθιά με φουσκωμένα χείλη, φουσκωτά μαλλιά, ψηλή πάνω σε τεράστιες πλατφόρμες – μύριζε βαριά μυρωδιά περνώντας δίπλα μου.

Διάλεξα να κατηφορίσω από την Κίμωνος, μου φάνηκε ήσυχος δρόμος είχε σκιές στο αριστερό πεζοδρόμιο, και καφενεία δύο πρόσεξα που έφτιαχναν μαρίδες, καλαμαράκια, πατάτες κι άλλες ποικιλίες, όπως υποσχόντουσαν. Το ένα είχε και ταμπέλα που έγραφε λεπτομέρειες. Στο άλλο είδα μια μεγάλη πιατάρα σερβιρισμένη με μπιφτέκι και κάτι πατάτες κομμένες στο χέρι χοντρές και μεγάλες. Δε μου φανήκανε όμως καλοτηγανισμένες, έτσι όπως τις κοίταζα περπατώντας ήσυχα. Ένας άντρας λύγιζε το γόνατο όπως κάνουν όταν φωτογραφίζονται μερικοί άντρες στις παλιές φωτογραφίες. Θα ήταν πάνω από πενήντα, αδύνατος ψαρομάλλης με μια τεράστια γενειάδα σαν του Πλάτωνα. Έτσι όπως τον απεικονίζει ο ζωγράφος στη σχολή των Αθηνών. Στο επόμενο τετράγωνο ένα άδειο μαγαζί, σκονισμένο παρατημένο με μια ταμπέλα στη μόστρα «ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΚΟΥΚΛΕΣ». Δυο μισερές φαινόντουσαν μέσα στο μαγαζί. Μόνο το κορμί είχε η μία. Ούτε πόδια ούτε χέρια ούτε κεφάλι. Η άλλη ήτανε με κεφάλι και χέρι. Ούτε μαλλιά ούτε πόδια.

 Μπήκα στο Αρχαιολογικό Πάρκο από μια πόρτα που βρήκα ανοιχτή. Ούτε ταμπέλα, ούτε οδηγίες, τι είναι αυτό το πάρκο, καμιά πληροφορία.

Στα αυτιά μου οι φράσεις δυο αντρών που στεκόντουσαν απέξω. Μόνο τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου κοίτα, έλεγε ο ένας και ο άλλος απαντούσε. Ναι, στα αρχίδια μου. Και ο ΟΤΕ και όλοι. Θα χρωστούσε σκέφτομαι, όσο με ρουφάνε οι σκιές του πάρκου.

Μυρίζει χορτάρι βρεγμένο – χτες έβρεχε – και είναι εδώ μέσα νέοι με σκύλους, ηλικιωμένοι στα παγκάκια και ησυχία.

Μια κοπέλα, κόκκινο μπλουζάκι- σόρτ, στο παγκάκι, σκυμμένη στο κινητό της. Ο σκύλος της παίζει χαρούμενος. Ένα άλλο μεγάλο σκυλί κοιμάται στα χορτάρια. Φυσάει ευχάριστα. Μυρίζει πεύκο, τζιτζίκια ακούγονται. Μακρινός ο αχός από αυτοκίνητα. Πολύ μακρινός.

Έχω δει μερικές πέτρες δίπλα στο μονοπάτι. Μετά, μόνο λίγες σπαρμένες εδώ κι εκεί, άλλες κάτω από μικρά υπόστεγα να μη βρέχονται να μην τις φτάνουν οι βάνδαλοι εύκολα. Μια μεγάλη σε εμφανές σημείο πλάκα δίνει τις πληροφορίες για τον χώρο. Στα ελληνικά και στα αγγλικά. Οι μόνες πληροφορίες που είδα.

Προχώρησα μέσα από το μονοπάτι που μου φάνηκε κεντρικό και είδα δεξιά μια παιδική χαρά – λίγα παιδάκια 3-4 – και μπροστά ένας χώρος στρογγυλός, ελεύθερος από δέντρα με κερκίδες μεταλλικές σε ημικύκλιο. Αν υπονοούσαν ότι εδώ γίνονταν συζητήσεις δεν ξέρω, δεν το σκέφτηκα κείνη την ώρα καθόλου. Οι πληροφορίες μιλούσαν για παλαίστρα, γυμναστήριο, ένα γυμνάσιο πριν γίνει η Ακαδημία – μακριά από το κέντρο της πόλης γιατί δεν ήταν δημοφιλής ο φιλόσοφος.   

Στάθηκα κάτω από τις μεγάλες ξυλοκερατιές ψηλές, συστάδες ολόκληρες, κάτω τα ξερά ξυλοκέρατα στον ίσκιο τους τον παχύ.

Βγήκα από το πάρκο περπατώντας στο δροσερό γρασίδι στην οδό Δράκοντος. Νερά κάτω, ακόμη κρατούσαν από χτες, και αυτοκίνητα, μικρό πεζοδρόμιο. Δεξιά πάρκο για αθλοπαιδιές. Γήπεδο και τέτοια. Αριστερά είδα τα αρχαία. Πολλά μαζεμένα περιφραγμένα παραταγμένα κάτω από τον ήλιο, όλα στη σειρά με προβολείς να φωτίζουν τη νύχτα στραμμένους πάνω στα αρχαία.

Ήμουν στο δρόμο.

Δράκοντος 7

Περιφραγμένο μικρό τριγωνικό οικόπεδο. Στη σειρά σαρκοφάγοι, κλειστές. Κλειστή και η συρόμενη πόρτα. Μια ταμπέλα επιτέλους με πληροφόρησε για το θέμα:

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΕΣΠΑ 2007-2013

ΦΟΡΕΑΣ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ Γ΄ ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΡΓΟ: «ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΜΟΥΣΕΙΑΚΩΝ ΑΠΟΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΠΛΑΤΩΝΟΣ»

προϋπολογισμός 2000000,00 e.

Με την συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης

 

επενδύοντας στο μέλλον σας

 

Προχώρησα στο δρόμο. Άκουγα τώρα φωνές και αυτοκίνητα.

–Γρήγορα!

–Άμα έρθω εκεί και σου το κάνω καλοκαιρινό θα δεις εσύ το γρήγορα.

 

Ο τοίχος είναι σοβαντισμένος με το χοντρό, η πόρτα σιδερένια πράσινη, πλεγμένο σφιχτά πάνω στον τοίχο στην πόρτα και ψηλότερα το δροσερό, γιασεμί. Μεθυστική η μυρωδιά του, πράσινα σκούρα τα φύλλα του, άσπρα πολλά ανθάκια. Δε βλέπεις μέσα. Τα έχει όλα κλείσει με το θέριεμά του.

Προχωράω στο μικρό στενό, ένας κάθετος χωματόδρομος στη Δράκοντος την κεντρική και βλέπω πιο πέρα την πόρτα τη συρόμενη της αυλής, τη σκουριασμένη μισάνοιχτη. Έχει πέσει, έχει χαλάσει ή απλά δεν την έκλεισε ο τελευταίος που πέρασε από δω; Ντοσιέ άδεια, πλήθος, μια αμαξιά, όπως τα υπολογίζω, ανοιχτά κλασέρ μαύρα και γκρίζα και μπλε σκούρα. Πόσες υποθέσεις σ’ αυτά τα κλασέρ! Παντού πεταμένα ανοιχτά άδεια στην αυλή που μπορώ τώρα να την κοιτάξω – μια τεράστια θεριακωμένη δροσερή, καταπράσινη μουριά – αλλά δε μπορώ να περάσω μέσα. Εμποδίζουν αυτά τα ντοσιέ την προσέγγιση αλλά και οι λάσπες και τα νερά που έχουν λιμνιάσει στον χωματόδρομο.

Ησυχία. Δεν περνάει ψυχή. Κάνω ένα μικρό βήμα κι άλλο ένα, δεν υπάρχει προσπέλαση από τα νερά – κι άλλα κλασέρ πιο πέρα απέξω από μια άλλη κλειστή αυλόπορτα. Αυτή είναι γερή, ψηλή και δε μπορώ να δω καθόλου τι υπάρχει από πίσω. Στέκομαι στην άκρη, ισορροπώ στο στεγνό σημείο και κοιτάω τον απέναντι τοίχο. Πλίθρες, τούβλα πιο πέρα, κεραμίδια για σκεπή και τσίγκοι. Είμαι λοιπόν στην Αθήνα ένα πρωινό του Ιουλίου (2018) και δε μπορώ να προχωρήσω πιο πέρα μέσα στον χωματόδρομο γιατί έβρεχε καταρρακτωδώς χτες όλη τη μέρα.

Από τη βουτιά μου στο αλλόκοτο με βγάζει ένα μικρό φορτηγάκι – άσπρο, μπλε γράμματα με την επωνυμία της επιχείρησης που δεν πρόλαβα να διαβάσω. Αυτό κόβει δρόμο από το στενό, περνάει πάνω από τη λίμνη με τις λάσπες.

Ξαναβγαίνω στη Δράκοντος και  ανακαλύπτω ότι το κτίριο με την πράσινη πόρτα τα χύμα ντοσιέ και το θεριωμένο γιασεμί έχει μια γυάλινη μεγάλη πόρτα κλειστή και σκονισμένη. Τα πράσινα γράμματα πάνω της δίνουν πληροφορίες. "Αττικός 1919. Ακαδημίες ποδοσφαίρου". Μέσα, η μεγάλη αίθουσα υποδοχής είναι άδεια. Τα γαλλικά παράθυρα, πράσινα βαμμένα ζωηρά είναι μισάνοιχτα και δείχνουν στο ύψος των ματιών μου κι αυτά ένα άδειο εσωτερικό.

 

Αποφάσισα να ψάξω για το ψηφιακό μουσείο, για το οποίο είχα διαβάσει ενθουσιώδη περιγραφή. Δευτέρα κλειστό. Περπατάω στο ξύλινο δάπεδο γύρω από το λυόμενο – τρύπες τόπους- τόπους στην επένδυση του διαδρόμου αυτού – χαλάω έναν ιστό αράχνης – λεπτά νήματα αόρατα στο χέρια και στο φόρεμά μου και κάθομαι στο παγκάκι με τον ίσκιο. Βλέπω τις μύγες που είναι χοντρές αλλά δεν τσιμπάνε και ακούω τα τζιτζίκια. Φυσάει ένα δροσερό ελαφρύ αεράκι και ακούγεται μακρινός ο αχός από τα αυτοκίνητα της πόλης. Μακρινός.

Αργότερα, επιστρέφοντας περνάω από την ταβέρνα «Η γωνιά του Πλάτωνα» και τελευταία φωτογραφίζω μια ταμπέλα που μου κάνει εντύπωση: «Δίδεται αντιπαροχή 450 τ.μ.» Είναι ένα κλειστό μικρό διώροφο από μπετόν και ξεφτισμένους σοφάδες.

Ένα αγοράκι με ζωηρό πράσινο μπλουζάκι περπατάει μακριά, κοντά στη νεαρή μαμά του, κρατώντας μια πάνινη κούκλα με άσπρα πόδια και κόκκινο καπέλο.

 

Να σημειώσω ακόμη ότι μια από τις εισόδους του Πάρκου βρίσκεται στον αύλειο χώρο του Ναού Τρύφωνος Κολωνού (Αλεξανδρείας και Μακεδονομάχων). Μια σημαία βυζαντινή, διακρίνω τον αετό κίτρινο και το βαθύ γκρενά του φόντου έτσι όπως το ελαφρύ αεράκι ανεμίζει το πανί. Στην άκρη στο κοντάρι ο σταυρός.

Ο Πλάτωνας δίδασκε κει, και μετά από αυτόν, οι μαθητές του. Μέχρι το 429 μ. Χ.


 ΦΩΤΟΓΡΑΦΊΕΣ Από το διαδίκτυο.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο