γνωστά βήματα

 


«Πάμε μια βόλτα;» του πρότεινε. Σα να την ενοχλούσαν τα ζευγάρια που στροβιλίζονταν στην πίστα. Κι όμως οι μουσικοί ήταν καλοί και τα τραγούδια κεφάτα.
Να την πάρει στην αγκαλιά του και να την σφίξει. Να την στριφογυρίσει έτσι όπως έβλεπε τόσους άντρες να κάνουν με τις ντάμες τους. Να νιώσει το σώμα της χαλαρό, να αφήνεται στο ρυθμό της μουσικής, να λύνονται οι αντιστάσεις που προβάλει κάποιος διάβολος όλη την ώρα σ’ αυτή την κοπέλα.
«Έλα!»
Ήταν συνήθως δειλός, άτολμος στις κοινωνικές εκδηλώσεις – άλλο τι έκανε στο γραφείο και στην κρεβατοκάμαρα. Ντρεπόταν τις αντιδράσεις των άλλων, της μάνας του, των φίλων του, τις ενοχές που θα ένιωθε αργότερα. Όμως τώρα, πιο πολλές θα ήταν οι ενοχές αν δείλιαζε, παρά οι τύψεις για την τόλμη και την αποκοτιά. Το κατάλαβε.
«Πάμε!» Με μια κίνηση απότομη. Κάτω στο τραπέζι το θερμός της.
«Άστο!»
Η φωτογραφική μηχανή στην τσέπη του αντιανεμικού, το κινητό στην τσέπη του παντελονιού του. Εκεί είχε και το πορτοφόλι με τα χρήματά του, τις κάρτες και την ταυτότητα. Εκεί και το δίπλωμα οδήγησης. Ό,τι χρειαζόταν το είχε πάνω του. Εκεί κόλλησε και την Έλενα. Το πόδι της πάνω στο δικό του, τα χέρια της σφιχτά στα δικά του, το κεφάλι της σε απόσταση αναπνοής από το δικό του. Λίγο πιο ψηλά το πρόσωπό της από το δικό του.
Όταν πήγαινε στο σχολείο, μαζί με άλλους μαθητές και μαθήτριες μαθαίνανε τα βήματα των παραδοσιακών χορών. Δεν ήταν ντροπή στο σχολειό του να χορεύουν και τα αγόρια. Ήταν τιμή να μαθαίνουν τους εθνικούς χορούς. Εκείνος δεν χόρευε μπροστά, πάντα στη μέση ή στο τέλος του κύκλου. Άλλοι λεβέντες ή απλά τολμηροί κάνανε τις φιγούρες, πηδάγανε ψηλά, στριφογυρίζανε τη λεπτή τους μέση, χτυπούσανε το χέρι στο πάτωμα και τα κορίτσια ιδρώνανε από θαυμασμό και πόθο, που πολλές φορές δεν καταλάβαιναν. Ήξερε όμως όλα τα βήματα, μπορούσε να βρίσκει τον ρυθμό ακόμη και όταν ο πρώτος μπερδευόταν, ακόμη κι αν το σι-ντι κολλούσε, ακόμη κι αν κάτι συνέβαινε και τους αποσπούσε την προσοχή. Μπορούσε να πιάνει τον ρυθμό με μια αίσθηση μέσα του, που του έδινε σήμα ζεστασιάς, τον έκανε να αισθάνεται όμορφα, να θέλει να ζήσει και να βρίσκεται ανάμεσα στους ανθρώπους!
«Τι κάνεις! Δεν θέλω να χορέψω!»
Άκουσε τον ψίθυρο της Έλενας δίπλα στο αυτί του. Κατάλαβε τις λέξεις που είπε, όμως εκείνη η αίσθηση μέσα του άλλα του υπαγόρευε.
«Είναι ωραία! Είναι όμορφα!»
Δεν είχε χορέψει ποτέ ως τότε σε πανηγύρι, και όλα εκείνα τα βήματα τα σχολικά, όπως τα κορόιδευε, νόμιζε τα είχε ξεχάσει, όμως τα πόδια του βρήκανε αμέσως τον ρυθμό. Δεν περπατούσε, δεν έκανε μικρά πηδηματάκια. Χόρευε κανονικά και υπέροχα. Είχε μια ντάμα που ονειρευότανε να έχει, βρισκότανε σε ένα κανονικό νησί, άκουγε αληθινούς μουσικούς να παίζουν ζωντανά τα όργανά τους και ήτανε κι ο ίδιος εκεί ολόκληρος.
[Αποσπασμένο από τα αδημοσίευτα. Μια στιγμή ευφορίας. Μου φαίνεται, αν οι συνθήκες το επιτρέψουν, όλη η Ελλάδα θα γίνει μια απέραντη πίστα]
Φωτ Κώστας Οικονόμου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο