Σημειώσεις μιας παράλληλης ζωής 1-3


Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας, στέγες του Παρισιού, 1952
[για τα ταξίδια που δεν μπορούμε να πάμε, ονειρευόμαστε όμως ακόμα]
1.



Την ημέρα που ξεκίνησε ο Γ.Σ. για την παλιά πόλη, αυτή που βρισκότανε πίσω από τα τείχη – περίεργο πώς κατάφερε να μείνει απείραχτη τόσα πολλά χρόνια – (στην άλλη, την παράλληλη ζωή που πήγα κι εγώ), είχε βγει ένας μικρός ήλιος. Έλαμπε λίγο πίσω από κάτι γκριζωπά σύννεφα – περισσότερο βρώμικο ουρανό θυμίζανε παρά συνηθισμένα σύννεφα βροχής.
Ένας μικρός στρογγυλός ήλιος, που έχυνε μια μουντάδα μόνο στο τοπίο και ένας αέρας δυνατός. Σήκωνε ο αέρας μια πολύ λεπτή σκόνη, ο Γ.Σ. αναγκαζότανε να μισοκλείνει τα μάτια του και δυσκολευότανε λίγο να περπατήσει. Ήθελε να φτάσει όσο γινότανε πιο γρήγορα στο κάστρο για να είναι συνεπής στο ραντεβού του με τον άνθρωπο, που πήγαινε να συναντήσει εκεί.
Τον συμβουλέψανε στο παραλιακό χωριό με τα καινούρια ξενοδοχεία να αφήσει το αμάξι του και ν’ ανέβει, αν επέμενε, ως απάνω με τα πόδια, γιατί δεν περνούσε καλά ο δρόμος, είχε φαγωθεί από τη δυνατή βροχή, που έπεσε επιτέλους πριν δυο βδομάδες, ύστερα από μια μεγάλη περίοδο ανομβρίας.
-Εσύ μεγάλα πόδια έχεις, νέος είσαι, θα φτάσεις σε μισή ώρα στο κάστρο, του είχε πει η μάνα του ξενοδόχου, μια γυναίκα παχιά και ψηλή. Καθισμένη στην αυλή καθάριζε πατάτες και τις πέταγε μέσα στη μεγάλη κόκκινη λεκάνη μπροστά της Φορούσε φαρδιά φούστα και ακουμπούσε τους αγκώνες στα γόνατα. Τα χέρια της δουλεύανε γρήγορα και οι καστανές φλούδες ένας μικρός σωρός, που όλο μεγάλωνε.
Σαν υπνωτισμένος την κοίταζε για λίγο ο Γ.Σ. Φρέσκες τηγανητές πατάτες, που δεν έχουν μπει στην κατάψυξη, κομμένες στο χέρι και όχι στο μηχάνημα, διαφορετικές η μία από την άλλη.
–Τις τηγανίζετε σε ελαιόλαδο; του ξέφυγε σχεδόν η ερώτηση και δε μπόρεσα να μη χαμογελάσω.
–Μόνο για το σπίτι, απάντησε η γυναίκα πρόθυμα. Για το μαγαζί βάνουμε σπορέλαιο. Όμως όλες τις κόβω εγώ στο χέρι. Δεν τους αφήνω να πάρουν καταψυμένες. Έτσι είπε ‘καταψυμένες”, όπως θα έλεγε ψημένες, και σήκωσε το κορμί της, ισιώνοντας για λίγο τη μέση. Ήθελε μάλλον κουβέντα, αλλά ο γιος της, που έγραφε τα στοιχεία στο βιβλίο των πελατών, είχε τελειώσει και περίμενε με τα κλειδιά στο χέρι.
–Σας έδωσα δωμάτιο με θέα στη θάλασσα, το 14, του είπε. Ελπίζω να βολευτείτε καλά.

 
2

Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας _10
Το σχέδιο ήτανε να ξεκινήσει πρωί, να πάρει τον δημόσιο δρόμο που έκανε το γύρο του κάστρου και να πάει με το αυτοκίνητο κουβαλώντας μηχανές και σύνεργα της δουλειάς του. Όμως σαν βγήκε στην παραλία, σαν αγνάντεψε το κάστρο, έτσι που το φώτιζε τούτος ο μικρός παράξενος ήλιος, ένιωσε μια δύναμη να σπρώχνει τα πόδια του κατακεί. Χωρίς να αλλάξει παπούτσια, χωρίς να φορέσει το ζεστό του σακάκι, ήταν Μάρτιος, αλλά έκανε ψύχρα ακόμα, έχοντας μόνο τη φωτογραφική μηχανή του κινητού τηλεφώνου, πήρε ένα καλάμι που βρήκε πεταμένο σε μια άκρη κι άρχισε να ανεβαίνει τον τραφοκοπημένο χωματόδρομο. Έτσι τούρθε η λέξη που έλεγε ο πατέρας του για το κακοσκαμμένο χωράφι. Τούρθε η λέξη γιατί ο δρόμος έμοιαζε σκαμένος γεμάτος γράνες. Πάλι μια παλιά ξεχασμένη λέξη του ήρθε στο μυαλό για τις αυλακιές που έκανε το φορτσάτο νερό της βροχής στο χώμα. Να και η λέξη, φορτσάτο…Και μαζί της μια αίσθηση, αυτή του μικρού παιδιού, που βλέπει τον κόσμο με περιέργεια.
Ανέβαινε την έρημη ανηφόρα – όλοι χρησιμοποιούσαν τον καινούριο ασφαλτοστρωμένο δρόμο, όπως του είχαν εξηγήσει στο ξενοδοχείο, κι έκαναν τη διαδρομή εποχούμενοι – αργά, βρίσκοντας σταθερό ρυθμό αναπνοής. Ήτανε ολομόναχος. Σαν να μην υπήρχε τίποτα άλλο στον κόσμο παρά το κράξιμο των πουλιών, ο σκονισμένος αέρας και τα τείχη στην κορφή του απότομου αυτού βράχου. Έτσι έμοιαζε, και ο άντρας ανέβαινε σφίγγοντας το καλάμι στο δεξί και αγγίζοντας με το αριστερό τις πέτρες. Ήτανε δροσερές. Ο μικρός κόκκινος ήλιος δεν είχε καταφέρει να τις ζεστάνει. Πήρε με σταθερή αναπνοή την τελευταία στροφή και …τότε σταμάτησε. Δεν μπορούσε παρά να σταματήσει. Δεν ήταν μόνο τα καλοδιατηρημένα τείχη και η πόλη που μάντευε πίσω τους. Ήταν κυρίως το τελείως απρόσμενο λιβάδι, που αντίκρυσε ξαφνικά να απλώνεται σκεπασμένο από τη μουντάδα του ουρανού. Ακούμπησε το καλάμι στον όρθιο βράχο και άρχισε να βγάζει φωτογραφίες. Πρασίνιζε το χορτάρι, σαλεύανε μερικές κατσίκες, ενώ ένας γάιδαρος δοκίμαζε τη φωνή του. Όταν ακούστηκε αυτή η φωνή, ο Γ.Σ. κατέβασε τη φωτογραφική μηχανή. Αυτό δεν μπορούσε να το αποτυπώσει, μόνο να το χαρεί με τις αληθινές του αισθήσεις.   
 
 
3. 
Ήμουν εκεί. Τον είδα που ήρθε. Ένας άντρας γύρω στα σαράντα με σκονισμένα τα δερμάτινα παπούτσια του. Κρατούσε ένα καλάμι στο δεξί του χέρι και το κινητό τηλέφωνο στο αριστερό. Λίγο πριν νυχτώσει πέρασε από την αρχαία πύλη και όπως όλοι οι ταξιδιώτες, στάθηκε κοιτάζοντας την πόλη που ανοιγότανε μπροστά του. Είχε πίσω του αφήσει την χορταριασμένη τάφρο και είχε περάσει το στενό γεφύρι που οδηγούσε ανθρώπους και ζώα στο κάστρο.

Σαν τη μεσαιωνική Ταορμίνα, τούτη η παλιά πόλη, κλεισμένη στα τείχη της. Μόνο που κείνη, στη Σικελία, ήταν λουσμένη στον ήλιο όταν την είδε, ολόκληρη ένα πολύχρωμο πλήθος και πανάκριβα μαγαζιά. Εδώ ερημιά και εγκατάλειψη κάτω από τον ήλιο τον κρύο.
Ο Γ. Σ. μπορούσε να ακούσει τον ήχο από τις σόλες των παπουτσιών του στον κεντρικό δρόμο, καθώς ξεκινούσε από την πύλη, έστριβε που και που, ενώ διασταυρωνότανε κιόλας συχνά με άλλους στενότερους. Λιγοστοί άνθρωποι, ηλικιωμένοι ντυμένοι τα ρούχα της δουλειάς τους, προχωρούσανε σκυφτοί χωρίς την περιέργεια να τον χαιρετίσουν. Αέρας δε φυσούσε κι όμως τα φρέσκα ανοιξιάτικα φύλλα όπως πεταγόντουσαν ανάμεσα στους μισογκρεμισμένους τοίχους μοιάζανε να κουνιούνται. Κάτι φύλλα από συκιές, και τρυφερά κληματόφυλλα από κληματαριές, που σερνόντουσαν απεριποίητες πάνω στις πέτρες ή σκαρφαλώνανε σε ό,τι υψωνότανε τριγύρω τους όρθιο. Τοίχοι, ξεραμένοι κορμοί, παλούκια από τους παμπάλαιους φράχτες σα να τον γδύνανε. Παρατηρητές αόρατοι των αιώνων τον παρακολουθούσαν, όπως κατευθυνότανε στον προορισμό του.
Το σπίτι του γέρο καθηγητή, που πήγαινε να συναντήσει, βρισκόταν κοντά στην εκκλησία. Είχε δει ακριβώς την εικόνα του δορυφόρου. Είχε ζουμάρει πολύ, ακόμη και τούτες τις φρέσκες συκιές τις είχε δει φουντωμένες στις παγωμένες φωτογραφίες του χρόνου. Πρώτα τον φράχτη, που ήταν διαφορετικός απ' τους άλλους, ένα συρματόπλεγμα ψηλό πάνω στον πέτρινο παλιό τοίχο, και μετά τα δέντρα της αυλής, θεριακωμένα – κι άλλη μια ξεχασμένη λέξη. Μια καρυδιά, ένα πλατάνι, δυο βελανιδιές. Αυτά μπόρεσε να τα διακρίνει φευγαλέα, πριν ξεπροβάλει πίσω τους αρκετά καθαρά το ίδιο το σπίτι.
[Σημειώσεις από κείνη την παράλληλη ζωή, όπου ήμουνα μέσα].

Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας, σπίτια και ξηρό τοπίο 2, 1978




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο