κρυψώνες

Την πρώτη φορά είδα ένα νεαρό να σκύβει στο φρεάτιο του δρόμου και να σηκώνει το καπάκι. Κακοφτιαγμένος, σκυλομούρης μου φάνηκε με σκοτεινό πρόσωπο και ρούχα σκούρα. Πολύ γρήγορα, με επιδεξιότητα μεγάλη όπως έδειχνε, κάτι πήρε από μέσα από την τρύπα, ένα μικρό σακουλάκι, κάτι τυλιγμένο. Δεν πρόλαβα να κοιτάξω καλύτερα, να καταλάβω τι ήταν, πώς ήταν, φοβήθηκα κιόλας – να κοιτάς τη δουλειά σου εσύ, τη δουλειά σου. Πλησιάζανε τότε οι Ολυμπιακοί αγώνες, όλη η χώρα ζούσε τον αναβρασμό – εργολαβίες, λεφτά, πολλά λεφτά, μεγάλα γήπεδα, αθλητικές εγκαταστάσεις ολυμπιακών προδιαγραφών. Αργότερα – είχε έρθει η Κρίση όλοι μετράγαμε πληγές και απώλειες – χειμώνας ήτανε, γλυκιά βραδιά, περπατούσα στο δρόμο παρέα με το μεγαλόσωμο σκύλο μας (τη δουλειά μου, μόνο τη δουλειά μου), όταν δίπλα στον μεγάλο πράσινο κάδο, σε θέση σταθερή, ο δρόμος ήσυχος, ούτε λεωφορεία, ούτε τρόλευ, ούτε μεγάλα οχήματα, άνθρωποι μόνο, μικρά γιώτα χι και σκύλοι, την ώρα που οι σκύλοι βολτάρανε με τα αφεντικά του...